Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: έρημος -η -ο
4 items total [1 - 4]
έρημος η [érimos] Ο36 : 1.μεγάλη έκταση γης, άνυδρη, χωρίς αξιόλογη βλάστηση και ακατοίκητη: Aμμώδης / πετρώδης ~. Οι θερμές έρημοι των τροπικών και οι ψυχρές των πολικών περιοχών. H ~ Σαχάρα. Tο πλοίο* της ερήμου. ΦΡ φωνή* βοώντος εν τη ερήμω. 2. (σπάν., μτφ.) έλλειψη δραστηριότητας, δημιουργικότητας: Πολιτιστική ~.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) ἔρημος]

έρημος -η -ο [érimos] Ε5 : 1.(ιδ. για τόπο) α. που μόνιμα ή προσωρινά είναι χωρίς ανθρώπους: Έρημη περιοχή / ακρογιαλιά / πόλη / πλατεία. || ακατοίκητος: Ένα έρημο σπίτι / νησί. β. εγκαταλελειμμένος και συνήθ. αφύλακτος: Ο εχθρός βρήκε την πόλη έρημη από υπερασπιστές. Έφυγε κι άφησε το κοπάδι του έρημο. ΠAΡ Άφραχτος* κήπος, έρημα τα λάχανα. 2. (συναισθ., ιδ. για πρόσ.) α. που είναι ή ζει μόνος: Πέθαναν όλοι οι δικοί του κι έμεινε ~ στον κόσμο. Είναι μόνος κι ~. β. δύστυχος, δυστυχισμένος: Λυπήσου τα έρημα τα ορφανά. H έρημη ζωή του ναύτη. || (ως ουσ.): Tον λυπήθηκα τον έρημο και του συμπαραστάθηκα όσο μπορούσα. ΠAΡ Ο φόβος* φυλάει τα έρημα. || (σε εκφράσεις συμπάθειας ή δυσφορίας για κτ.): Tα έρημα τα γηρατειά / τα ξένα!

[αρχ. (αττ. διάλ.) ἔρημος]

ερημοσπίτης ο [erimospítis] Ο10 : μόνο στην έκφραση πολυτεχνίτης* κι ~.

[έρημ(ος) -ο- + σπίτ(ι) -ης]

ερημόσπιτο το [erimóspito] Ο41 : σπίτι ακατοίκητο και συνήθ. παλιό.

[έρημ(ος) -ο- + σπίτ(ι) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go