Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: έποικος
1 item total
έποικος ο [épikos] Ο19 θηλ. έποικος [épikos] Ο36 : αυτός που συμμετέχοντας στην εποίκιση μιας περιοχής εγκαθίσταται σε αυτήν· (πρβ. άποικος): Iσραηλινοί έποικοι εγκαθίστανται στα κατεχόμενα αραβικά εδάφη.

[λόγ. < αρχ. ἔποικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go