Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άμβωνας
1 item total
άμβωνας ο [ámvonas] Ο5 : εξέδρα στις χριστιανικές εκκλησίες, από όπου συνήθ. γίνεται η ανάγνωση του ευαγγελίου και το κήρυγμα: Ο διάκος / ιεροκήρυκας ανέβηκε στον άμβωνα. Ξύλινος / μαρμάρινος ~.

[λόγ. < ελνστ. ἄμβων, αιτ. -ωνα, αρχ. σημ.: `φρύδι λόφου΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go