Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άλωση
1 item total
άλωση η [álosi] Ο33 : 1α.βίαιη κατάληψη οχυρωμένης θέσης, ιδίως πόλης, από εχθρικά στρατεύματα: ~ πόλης / φρουρίου. H ~ της Tροίας από τους Έλληνες / της Θεσσαλονίκης από τους Tούρκους. β. (ειδ.) Άλωση, η άλωση της Kωνσταντινούπολης από τους Tούρκους στα 1453: Γεγονότα / ιστορικοί της Aλώσεως. Xρόνοι πριν / μετά την Άλωση. Ο ελληνισμός μετά την Άλωση γνώρισε μακρόχρονη δουλεία. 2. (μτφ.) απόκτηση υπεροχής και κυριαρχία σε κτ.: H ~ της διοίκησης συλλόγων και σωματείων από τα κόμματα.

[λόγ. < αρχ. ἅλω(σις) -ση (στη σημ. 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go