Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ψ*
436 items total [281 - 290]
ψυγείο το [psijío] Ο39 : 1α.συσκευή που αποτελείται από θάλαμο μέσα στον οποίο αναπτύσσεται, με τη βοήθεια μιας πηγής ψύχους (πάγου ή ψυκτικού μηχανήματος), χαμηλή θερμοκρασία, κατάλληλη για τη διατήρηση ή το πάγωμα τροφών ή ποτών: Οικιακό / επαγγελματικό / ηλεκτρικό / φορητό ~. Bάζω στο ~ το φαγητό / το κρέας / τα ψάρια / το κρασί. Tα λαχα νικά διατηρούνται φρέσκα στο ~. Φέρε μου ένα νερό από το ~. ~ πάγου, παγωνιέρα. ΦΡ μπαίνει κτ. στο ~, για υπόθεση, θέμα κτλ. που δεν αντιμετωπίζεται και μένει ημιτελής. β. συσκευή ή τμήμα μηχανής που εμποδίζει την ανάπτυξη υψηλής θερμοκρασίας: Tο ~ της μηχανής ενός αυτοκινήτου. γ. όχημα διαμορφωμένο κατάλληλα για τη μεταφορά ευπαθών προϊόντων που πρέπει να διατηρούνται σε χαμηλή θερμοκρασία: Aυτοκί νητο / βαγόνι ~. Δεκάδες ψυγεία έμειναν μπλοκαρισμένα στα σύνορα. 2. (μτφ.) για χώρο ιδιαίτερα ψυχρό: ~ είναι το δωμάτιο. Πώς κάθεσαι εδώ μέ σα· ~ έγινε το σπίτι, δεν ανάβεις το αερόθερμο; ψυγειάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α.

[λόγ. < ελνστ. ψυγεῖον `παγωνιέρα΄]

ψυγειοκαταψύκτης ο [psijiokatapsíktis] Ο10 : ειδικό ψυγείο βαθιάς κατάψυξης, όπου μπορούν να συντηρηθούν τα τρόφιμα μεγάλο χρονικό διάστημα.

[λόγ. ψυγεί(ον) -ο- + καταψύκτης]

ψυκτικός -ή -ό [psiktikós] & ψυχτικός -ή -ό [psixtikós] Ε1 : που παράγει ψύξη: Ψυκτική συσκευή. Ψυκτικό μηχάνημα / μείγμα. ~ θάλαμος. || (ως ουσ., για πρόσ.) ο ψυκτικός, τεχνικός ή τεχνίτης ειδικευμένος στις ψυκτικές μηχανές.

[λόγ. < αρχ. ψυκτικός `που ψύχει΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

ψυλλιάζομαι [psilázome] Ρ2.1β : (προφ.) υποψιάζομαι κτ. περισσότερο με τη διαίσθησή μου και λιγότερο από κάποια ασαφή και αβέβαια στοιχεία· μυρίζομαι, διαισθάνομαι, μπαίνουν ψύλλοι στ΄ αυτιά μου: Tο ψυλλιάστηκα πως μου ΄λεγε ψέματα από το ύφος του. Kαλά το ΄χα ψυλλιαστεί ότι θέλεις να με ξεγελάσεις.

[ψύλλ(ος) -ιάζομαι]

ψύλλος ο [psílos] Ο18 : κοινή ονομασία εντόμων, παρασίτων του ανθρώπου και των ζώων: Tα πίσω πόδια του ψύλλου είναι μακρύτερα, και γι΄ αυτό μπορεί να κάνει μεγάλα πηδήματα. ΦΡ για ψύλλου πήδημα, για εντελώς ασήμαντη αφορμή ή αιτία: Aνάποδος άνθρωπος· ήταν ικανός να σου κόψει την καλημέρα για ψύλλου πήδημα. ψάχνω / γυρεύω ψύλλους στ΄ άχυρα, αναζητώ κτ. που, μέσα σ΄ ένα πλήθος πραγμάτων, στοιχείων, γεγονότων κτλ., δεν είναι παρά μια ασήμαντη και ελάχιστη λεπτομέρεια, ή κτ. που είναι αδύνατο να βρεθεί. μπαίνουν ψύλλοι στ΄ αυτιά μου, αρχίζω να υποψιάζομαι, να υποπτεύομαι κτ. που με κάνει να ανησυχώ, ψυλλιάζομαι. βάζω σε κπ. ψύλλους στ΄ αυτιά, τον κάνω να αρχίσει να υποψιάζεται, να υποπτεύεται κτ. ούτε ~ στον κόρφο του, (ως απευχή) σε καμιά περίπτωση δε θα επιθυμούσα να μου συμβεί τέτοιο κακό. καλιγώνει / πεταλώνει (τον) ψύλλο, είναι πολύ έξυπνος, επιτήδειος.

[αρχ. ψύλλα ἡ, ψύλλος ὁ]

ψύξη η [psíksi] Ο31 : 1.η αφαίρεση θερμότητας ή η πτώση της θερμοκρασίας ενός σώματος ή ενός χώρου σε χαμηλό επίπεδο· (πρβ. πάγωμα): Aπότομη / βαθμιαία / τεχνητή / μηχανική / φυσική ~. Θάλαμος / συσκευή ψύξεως. Ορισμένα μείγματα στερεών και υγρών χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ψύξης. 2. διαταραχή της λειτουργίας οργάνων του σώματός μας που προκαλείται από την επίδραση μιας απότομης πτώσης της θερμοκρασίας: Έπαθα ~ στην αριστερή πλευρά. Έπαθαν ~ τ΄ αυτιά μου.

[λόγ. < αρχ. ψῦξις (-σις > -ση)]

ψυχαγωγία η [psixaγojía] Ο25 : η ψυχική και πνευματική ευχαρίστηση κάποιου μέσα από μια ενασχόληση, ένα έργο κτλ. που ικανοποιεί κάποιες ανώτερες πνευματικές και ψυχικές ανάγκες· (πρβ. διασκέδαση, αναψυχή): Aίθουσα ψυχαγωγίας. H ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου είναι κάτι παραπάνω από απλή διασκέδαση· είναι ~.

[λόγ. < ελνστ. ψυχαγωγία `διασκέδαση΄, αρχική σημ.: `ανάκληση των ψυχών των νεκρών΄ (αρχ. σημ.: `δελεασμός των ψυχών των ανθρώπων΄)]

ψυχαγωγικός -ή -ό [psixaγojikós] Ε1 : που ψυχαγωγεί: Ο ~ και διδακτικός χαρακτήρας των παραμυθιών. Οι ψυχαγωγικές και μορφωτικές εκπομπές της τηλεόρασης. Ψυχαγωγικό πρόγραμμα.

[λόγ. < αρχ. ψυχαγωγικός `δελεαστικός΄]

ψυχαγωγώ [psixaγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : προκαλώ σε κπ. ψυχική και πνευματική ευχαρίστηση, τον διασκεδάζω μέσα από μια διαδικασία που ικανοποιεί κάποιες ανώτερες ψυχικές και πνευματικές ανάγκες: Tο θέατρο δε μας διασκεδάζει απλώς· μας ψυχαγωγεί και μας διδάσκει.

[λόγ. < ελνστ. ψυχαγωγῶ, αρχική σημ.: `ανακαλώ τις ψυχές των νεκρών΄ (αρχ. σημ.: `δελεάζω΄)]

ψυχαναγκασμός ο [psixanaŋgazmós] Ο17 : η επιβολή ψυχολογικού καταναγκασμού, η επιβολή καταναγκασμού στη συνείδηση κάποιου.

[λόγ. ψυχ(ή) + αναγκασμός]

< Previous   1... 27 28 [29] 30 31 ...44   Next >
Go to page:Go