Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ψ*
436 items total [211 - 220]
ψηφίτης ο [psifítis] Ο10 : (ορυκτ.) πέτρωμα που έχει σχηματιστεί από χαλίκια, κροκάλες κτλ.

[λόγ. < γαλλ. pséphite < αρχ. ψῆφ(ος) -ite = -ίτης]

ψηφοδέλτιο το [psifoδéltio] Ο40 : α.το φύλλο χαρτιού με το οποίο οι εκλογείς ή ψηφοφόροι δηλώνουν την προτίμησή τους· το φύλλο χαρτιού το οποίο ρίχνουμε στην κάλπη όταν ψηφίζουμε· (πρβ. ψήφος): Έγκυρο / άκυρο / λευκό ~. Έντυπο / χειρόγραφο ~. Kαταμέτρηση / διαλογή ψηφοδελτίων. β. κατάλογος υποψηφίων που συμμετέχουν σε εκλογή και εκπροσωπούν παράταξη, κόμμα κτλ.· συνδυασμός: Συγκροτώ / καταρτίζω / ανακοινώνω το ~ μιας παράταξης. Yποστηρίζω / καταψηφίζω / προπαγανδίζω το ~ ενός κόμματος. Kομματικό / παραταξιακό ~. ~ επικρατείας. || Ενιαίο ~, στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα όλων των υποψηφίων, χωρίς διάκριση παρατάξεων.

[λόγ. ψήφ(ος) -ο- + δελτίον μτφρδ. γαλλ. bulletin de vote]

ψηφοδόχος η [psifoδóxos] Ο35 : (λόγ.) η κάλπη.

[λόγ. ψήφ(ος) -ο- + -δόχος]

ψηφοθέτης ο [psifoθétis] Ο10 : τεχνίτης ή καλλιτέχνης ψηφιδωτών· ψηφιδοθέτης.

[λόγ. < ελνστ. ψηφοθέτης]

ψηφοθέτηση η [psifoθétisi] Ο33 : η εργασία και η τεχνική της τοποθέτησης ψηφίδων και της κατασκευής ψηφιδωτού· ψηφιδοθέτηση.

[λόγ. < ελνστ. ψηφοθετη- (ψηφοθετῶ) `κατασκευάζω ψηφιδωτό΄ -σις > -ση]

ψηφοθήρας ο [psifoθíras] Ο3 : αυτός που επιδίδεται σε ψηφοθηρία: Ψηφοθήρες και πολιτικάντηδες ικανοί μόνο να εξαπατούν το λαό.

[λόγ. ψήφ(ος) -ο- + -θήρας]

ψηφοθηρία η [psifoθiría] Ο25α : η προσπάθεια για προσέλκυση ψηφοφόρων με μεθόδους αθέμιτες, ηθικά επιλήψιμες (με υποσχέσεις, παροχή ανταλλαγμάτων κτλ.)· (πρβ. άγρα ψήφων).

[λόγ. ψήφ(ος) -ο- + -θηρία]

ψηφοθηρικός -ή -ό [psifoθirikós] Ε1 : που αποβλέπει σε ψηφοθηρία: Ψηφοθηρική πολιτική. Ψηφοθηρικά συνθήματα. Aπέφυγε να πάρει σα φή θέση στο ζήτημα, για λόγους ψηφοθηρικούς. Ψηφοθηρικές υποσχέσεις.

[λόγ. ψηφοθηρ(ία) -ικός]

ψηφοθηρώ [psifoθiró] Ρ10.9α : προσπαθώ να προσελκύσω ψηφοφόρους με κάθε είδους μέθοδο ή τέχνασμα, αθέμιτο ή και ηθικά επιλήψιμο (με παραπλανητικές εντυπώσεις, με παροχή ανταλλαγμάτων κτλ.): Ψηφοθηρούσαν μοιράζοντας αφειδώς υποσχέσεις. Ψηφοθηρείτε εκμεταλλευό μενοι την ευπιστία του λαού.

[λόγ. ψηφοθηρ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

ψήφος η [psífos] Ο35 : α.η προσωπική προτίμηση την οποία δηλώνει κάποιος όταν ψηφίζει: Θετική / αρνητική ~. Λευκή ~, που δηλώνει μια ουδέτερη στάση. ~ εμπιστοσύνης / ανοχής*. Kαταδικαστική / αθωωτική / απαλλακτική ~. Σε περίπτωση ισοψηφίας, η ~ του προέδρου λογαριάζε ται διπλή. Δίνω την ψήφο μου σε κπ., τον ψηφίζω. Πόσες ψήφους πήρε;, πόσοι τον ψήφισαν; Οι συμπατριώτες του τον τίμησαν με την ψήφο τους, τον εξέλεξαν για κάποιο δημόσιο αξίωμα. || Δικαίωμα ψήφου, το έννομο δικαίωμα κάποιου να ψηφίζει, να συμμετέχει σε ψηφοφορία· (πρβ. δικαίωμα του εκλέγειν, εκλογικό δικαίωμα): Δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο τα τακτικά μέλη του συλλόγου. || (προφ.) το δικαίωμα ψήφου: Πότε δόθηκε για πρώτη φορά ~ στις γυναίκες; || H θεωρία της χαμένης ψήφου, η άποψη ότι πρέπει κανείς να ψηφίζει αυτόν που έχει δυνατότητα εκλογής και όχι αυτόν που πραγματικά προτιμά. β. το μέσο με το οποίο δηλώ νει κάποιος την προτίμησή του, όταν ψηφίζει· (πρβ. ψηφοδέλτιο): Έγκυ ρη / άκυρη ~. Kαταμέτρηση / διαλογή ψήφων. Στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιούσαν για ψήφους όστρακα, κομμάτια από κεραμίδι κτλ. Εκλέχτη κε βουλευτής με χίλιες ψήφους διαφορά. Πού θα ρίξεις την ψήφο σου;, τι ή ποιον θα ψηφίσεις; || (έκφρ.) προς άγραν* ψήφων.

[λόγ. < αρχ. ψῆφος, ἡ `χαλίκι για μέτρημα, χαλίκι για ψήφιση΄]

< Previous   1... 20 21 [22] 23 24 ...44   Next >
Go to page:Go