Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ψ*
436 items total [161 - 170]
ψευτοδίλημμα το [pseftoδílima] Ο49 : για κτ. που παρουσιάζεται ως δίλημμα χωρίς να είναι στην πραγματικότητα: Nα αφήσουμε στην άκρη τα ψευτοδιλήμματα και να δούμε την πραγματικότητα όπως είναι.

[λόγ. ψευτο- + δίλημμα]

ψευτοδουλειά η [pseftoδulá] Ο24 : (οικ.) α. δουλειά που γίνεται με τρόπο πρόχειρο, χωρίς επιμέλεια ή τέχνη: Δούλευαν με πολύ μεράκι· ψευτοδουλειές δεν καταδέχονταν. β. εργασία που γίνεται ευκαιριακά, χωρίς να εξασφαλίζει πλήρη και ικανοποιητική επαγγελματική απασχόληση.

[ψευτο- + δουλειά]

ψευτοδουλεύω [pseftoδulévo] Ρ5.2α : εργάζομαι ευκαιριακά, δεν έχω πλήρη και ικανοποιητική επαγγελματική απασχόληση: Ψευτοδούλευε από δω κι από κει, περιμένοντας το διορισμό του.

[ψευτο- + δουλεύω]

ψευτοζώ [pseftozó] Ρ10.9α αόρ. ψευτοέζησα, απαρέμφ. ψευτοζήσει : ζω με ελάχιστους πόρους, με στερήσεις.

[ψευτο- + ζω]

ψευτοθόδωρος ο [pseftoθóδoros] Ο20 & ψευτοθοδωρής ο [pseftoθoδorís] Ο8 θηλ. ψευτοθοδώρα [pseftoθoδóra] Ο25 : ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός προσώπου που συνηθίζει να λέει ψέματα· (πρβ. ψεύτης, ψευδολόγος): Σου είναι ένας ~!

[ψευτο- + Θόδωρος, Θοδωρής, Θοδώρα]

ψευτοκακόμοιρος -η -ο [pseftokakómiros] Ε5 : (προφ.) α. (για πρόσ.) που προσποιείται, υποκρίνεται τον κακόμοιρο. β. που χαρακτηρίζει τον ψευτοκακόμοιρο: Ψευτοκακόμοιρο ύφος.

[ψευτο- + κακόμοιρος]

ψευτοπαλικαράς ο [pseftopalikarás] Ο1 θηλ. ψευτοπαλικαρού [pseftopa likarú] Ο37 & ψευτοπαλληκαράς ο [pseftopalikarás] Ο1 θηλ. ψευτοπαλληκαρού [pseftopa likarú] Ο37 : αυτός που προσποιείται, που παριστάνει τον παλικαρά, το γενναίο: Mόλις αγρίεψα οι ψευτοπαλικαράδες το έβαλαν στα πόδια.

[ψευτο- + παλικαράς, παλληκαράς· ψευτοπαλικαρ(άς), ψευτοπαλληκαρ(άς) -ού]

ψευτοφυλλάδα η [pseftofiláδa] Ο26 : ως χαρακτηρισμός εντύπου (συνήθ. εφημερίδας) που περιέχει πολλές ψευδείς ειδήσεις ή πληροφορίες: Mην πιστεύεις αυτές τις ψευτοφυλλάδες.

[ψευτο- + φυλλάδα]

ψήγμα το [psíγma] Ο48 (συνήθ. πληθ.) : α.ρινίσματα μετάλλου. β. λεπτότατα και μόλις ορατά τεμάχια μετάλλου που βρίσκονται σε προσχωσιγενή εδάφη: Ψήγματα χρυσού.

[λόγ. < αρχ. ψῆγμα]

ψήκτρα η [psíktra] Ο25 : (λόγ.) βούρτσα. || (στρατ.) ειδική βούρτσα με την οποία καθαρίζεται ή λιπαίνεται το κοίλο του σωλήνα των πυροβόλων.

[λόγ. < αρχ. ψήκτρα `βούρτσα (για άλογα)΄]

< Previous   1... 15 16 [17] 18 19 ...44   Next >
Go to page:Go