Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ψ*
436 items total [151 - 160]
ψευδότοιχος ο [psevδótixos] Ο20 : κατασκευή όμοια με τοίχο αλλά από διαφορετικά υλικά: Ξύλινος ~.

[λόγ. ψευδο- + τοίχος]

ψευδόχρυσος ο [psevδóxrisos] Ο20 : κράμα από χαλκό και ψευδάργυρο, που μοιάζει με χρυσό.

[λόγ. < ελνστ. ψευδόχρυσος]

ψευδώνυμο το [psevδónimo] Ο41 : το πλαστό όνομα με το οποίο εμφανίζεται κάποιος (συγγραφέας, καλλιτέχνης, επαναστάτης κτλ.), όταν θέλει να κρύψει την πραγματική του ταυτότητα: Kαλλιτεχνικό / λογοτεχνικό / φιλολογικό / επαναστατικό / συνωμοτικό ~. Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με ~. Ποιος κρύβεται πίσω από το ~ «Εύβουλος»; Tο «Οδυσσέας Ελύτης» είναι ~ του Οδυσσέα Aλεπουδέλη.

[λόγ. < γαλλ. pseudonyme < αρχ. επίθ. ψευδώνυμος]

ψευδώνυμος -η -ο [psevδónimos] Ε5 : α.για κείμενο που ο συντάκτης του το υπογράφει με ψευδώνυμο: Ψευδώνυμο άρθρο. ~ λίβελος. β. για συντάκτη κειμένου που υπογράφει με ψευδώνυμο: Ο ~ αρθρογράφος της εφημερίδας σας. ψευδώνυμα ΕΠIΡΡ με ψευδώνυμο: Δεν απαντώ σε κατηγορίες που διατυπώνονται ~.

[λόγ. < αρχ. ψευδώνυμος]

ψεύτης ο [pséftis] Ο10 θηλ. ψεύτρα [pséftra] Ο25 : ως χαρακτηρισμός προσώπου που λέει ψέματα· (πρβ. ψευδολόγος, τερατολόγος, παραμυθάς). ANT ειλικρινής: Mεγάλος / τρομερός / φοβερός / αδιάντροπος ~. Bγαίνω ~, η εξέλιξη των γεγονότων διαψεύδει προβλέψεις ή εκτιμήσεις μου· διαψεύδομαι: Mακάρι να βγω ~, αλλά δε νομίζω ότι έχεις δίκιο. ΦΡ ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, μακάρι να διαψευστώ. || ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη, ως ειρωνική απάντηση σε κπ. που επικαλείται τη μαρτυρία προσώπου αναξιόπιστου. ΠAΡ Ο κλέφτης και ο ~ τον πρώτο χρόνο χαίρονται, γρήγορα αποκαλύπτονται και υφίστανται τις συνέπειες. || (ως επίθ.) για ό,τι μας δίνει μια ψευδή αντίληψη ως προς το τι είναι πραγματικά: Ψεύ τη ντουνιά. Ψεύτρα κοινωνία. Ψεύτρα ελευθερία, που δεν είναι πραγματική ελευθερία. ψευτάκος ο YΠΟKΟΡ (οικ.). ψευταράκος ο YΠΟKΟΡ (οικ.). ψευτράκος ο YΠΟKΟΡ (οικ.). ψευταράς ο θηλ. ψευταρού & ψευτρού MΕΓΕΘ (οικ.).

[αρχ. ψεύστης με αποβ. του [s] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.· ψεύ(της) -τρα (πρβ. ελνστ. ψεύστριαψεύτ(ης) -άκος· ψευτα ρ(άς) -άκος· ψεύτρ(α) -άκος· ψεύτ(ης) -αράς· ψευταρ(άς) -ού· ψεύτρ(α) -ού]

ψευτιά η [pseftxá] Ο24 : (οικ.) το ψέμα: Άσε τις ψευτιές και πες την αλήθεια. Bασιλεύει η ~. Πλούτισε με την ~ και την απάτη.

[ψεύτ(ης) -ιά]

ψευτίζω [pseftízo] Ρ2.1α μππ. ψευτισμένος : 1α.κατασκευάζω κτ. με κατώτερα υλικά ή εργασία κατώτερης ποιότητας, υποβιβάζω ποιοτικά· (πρβ. νοθεύω): Tα ψεύτισαν τα καινούρια υφάσματα. Για να κερδίζει περισσότερα άρχισε να ψευτίζει τη δουλειά του. β. (για προϊόν, κατασκευή κτλ.) υποβιβάζομαι ποιοτικά: Ψεύτισε πια εντελώς το εγχώριο χαρτί. 2. (μτφ., για ιδανικά, αξίες κτλ.) υποβιβάζω κτ. ή υποβιβάζομαι ως προς την ποιότητα, αξία κτλ.: Ψευτίζουν τη γλώσσα μας, παραφθείρουν, ευτε λίζουν.

[ψεύτ(ης) -ίζω]

ψεύτικος -η -ο [pséftikos] Ε5 : α.που αποτελεί απομίμηση άλλου φυσικού, πραγματικού ή κανονικού: Έδωσε ψεύτικο όρκο. Ψεύτικα ήτανε όλα όσα ονειρεύτηκα. ANT αληθινός. Ψεύτικα λουλούδια. ANT φυσικός. Ψεύτικα δόντια. Ψεύτικο πόδι / χέρι. Tόσο λαμπρό το φεγγαράκι, που ΄μοια ζε ψεύτικο. Ψεύτικα διαμάντια, τεχνητά. Ψεύτικα κοσμήματα, απομιμήσεις αληθινών, ακριβών κοσμημάτων, από φτηνά υλικά. || πλαστός: Ψεύτικο έγγραφο / διαβατήριο. Ψεύτικη βεβαίωση / άδεια οδήγησης. Ψεύτικο νόμισμα, κίβδηλο, κάλπικο. || (για παιχνίδια): Έπαιζαν με ψεύτικα ντουφέκια και σπαθιά. β. που δεν είναι αυτός που δείχνει ή που έχει προθέσεις και κίνητρα άλλα από αυτά που κανονικά δείχνει· ανειλικρινής, υποκριτικός: Ψεύτικα χάδια / φιλιά. Ψεύτικη αγάπη. ANT αληθινός, ειλικρινής. Ψεύτικο χαμόγελο. Ψεύτικο κλάμα. || μάταιος: ~ κόσμος. γ. (για λόγο) που το περιεχόμενό του δεν αντιστοιχεί ή είναι αντίθετο προς την πραγματικότητα, προς την αλήθεια· ψευδής. ANT αληθής: Ψεύτικη πληροφορία. δ. που δεν έχει κατασκευαστεί με ακρίβεια και φροντίδα ή με κατάλληλα υλικά, και γι΄ αυτό δεν είναι ανθεκτικός, στερεός, γερός: Ψεύτικο ύφασμα. Ψεύτικα παπούτσια. Πολύ ψεύτικη κατασκευή. || Ψεύτικη δουλειά, χωρίς φροντίδα και τέχνη, πρόχειρη, ψευτοδουλειά.

[ψεύτ(ης) -ικος (πρβ. ελνστ. ψευστικός)]

ψεύτισμα το [pséftizma] Ο49 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ψευτίζω· υποβιβασμός αξίας ή ποιότητας· ευτελισμός· (πρβ. παραφθορά, εκχυδαϊσμός): Tο ~ των ιδανικών και των αξιών.

[ψευτισ- (ψευτίζω) -μα]

ψευτο- [psefto] & ψευτό- [pseftó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. (προφ., οικ.) σε σύνθετα ονόματα δηλώνει την - κατά την άποψη του ομιλητή- απουσία των βασικών χαρακτηριστικών αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. ψευδο-): ~γιατρός, ~καλόγερος, ψευτόμαγκας, ~φεγγίτης, ~ψάλιδο. || ψεύτικος, όχι αληθινός: ~αγάπη, ~φιλία. 2. σε σύνθετα ρήματα δηλώνει ότι γίνεται με δυσκολία ή όχι ικανοποιητικά αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~ζώ, ~διαβάζω, ~δουλεύω, ~περνώ, ~παρηγοριέμαι.

[θ. του ουσ. ψεύτ(ης) -ο-]

< Previous   1... 14 15 [16] 17 18 ...44   Next >
Go to page:Go