Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,413 items total [1351 - 1360] | << First < Previous Next > Last >> |
- φωτοβόλημα το [fotovólima] Ο49 : η φωτοβολία.
[λόγ. < μσν. φωτοβόλημα < φωτοβολη- (φωτοβολώ) -μα]
- φωτοβολία η [fotovolía] Ο25 : η εκπομπή φωτός, η ακτινοβολία, η λάμψη.
[λόγ. < μσν. φωτοβολία `αχτίνα φωτός΄ < φωτο- 1 + -βολ(ώ) -ία σημδ. γαλλ. luminescence]
- φωτοβολίδα η [fotovolíδa] Ο26 : είδος βλήματος (που εκτοξεύεται συνήθ. από ειδικό πιστόλι) που εκπέμπει ισχυρό φως και χρησιμοποιείται για να φωτίσει προς στιγμή μια περιοχή ή ως συνθηματικό σημείο: Ρίχτηκε μια κόκκινη / πράσινη / λευκή ~.
[λόγ. φωτο- 1 + βολίς > βολίδα]
- φωτοβόλος -α -ο [fotovólos] Ε4 : που εκπέμπει (ζωηρό, έντονο, πλούσιο) φως, φεγγοβόλος.
[λόγ. < μσν. φωτοβόλος < φωτο- 1 + -βόλος]
- φωτοβολώ [fotovoló] Ρ10.9α μππ. φωτοβολημένος : εκπέμπω ζωηρό, πλούσιο, άπλετο φως, ακτινοβολώ, λάμπω.
[λόγ. < μσν. φωτοβολώ < φωτο- 1 + -βολώ]
- φωτογένεια η [fotojénia] Ο27 : η ιδιότητα ορισμένων ανθρώπων να φαίνονται έντονα, ζωηρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους κατά τη φωτογράφιση, την κινηματογράφηση ή την τηλεοπτική τους εμφάνιση: Tο πρόσωπό της (δεν) έχει ~.
[λόγ. < γαλλ. photogénie < photo- = φωτο- 2 + -génie < -gène (δες φωτογενής)]
- φωτογενής -ής -ές [fotojenís] Ε10 : (για πρόσ.) που έχει φωτογένεια.
[λόγ. < γαλλ. photogénique & αγγλ. photogenic < photo- = φωτο- 2 + -gèn(e) -ique, -gen -ic `που παράγει΄ < αρχ. -γενής `που γεννιέται από΄]
- φωτογκρέι το [fotogréi] Ο (άκλ.) : ειδικό κρύσταλλο γυαλιών που σκουραίνει στο φως και προστατεύει τα μάτια και ως επίθ.: Γυαλιά ~.
[λόγ. < αγγλ. photogray (photo- = φωτο- 1)]
- φωτόγραμμα το [fotóγrama] Ο49 : 1. η φωτογραφία που παίρνεται με τις μεθόδους και εξυπηρετεί τους σκοπούς της φωτογραμμετρίας. 2. το φωτογραφικό ίχνος ενός αντικειμένου που τοποθετείται απευθείας επάνω σε υλικό ευαίσθητο στο φως, χωρίς τη μεσολάβηση οπτικών φακών.
[λόγ. < αγγλ. photogram < photo- = φωτο- 2 + -gram < αρχ. γράμμα]
- φωτογραμμετρία η [fotoγrametría] & φωτογραμμομετρία η [fotoγramo metría] Ο25 : α. επιστημονικός κλάδος που πραγματεύεται τις μεθόδους με τις οποίες είναι δυνατό να υπολογίζονται οι διαστάσεις αντικειμένων ή χώρων επάνω σε αεροφωτογραφίες. β. η τεχνική, η μέθοδος χρήσης αεροφωτογραφιών σε τοπογραφικές μετρήσεις.
[λόγ. < αγγλ. photo grammetry < photogram = φωτόγραμ(μα) + -metry = -μετρία· κατά την αντιστοιχία gramm(o)- = γραμμο-]



