Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Φ*
1,413 items total [141 - 150]
φαντασμένος -η -ο [fandazménos] Ε3 : που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, που πιστεύει πως είναι σπουδαίος: Έπιασε μερικά λεφτά και νόμισε πως έγινε κάποιος, ο ~.

[μππ. του φαντάζομαι]

φανταστικός -ή -ό [fandastikós] Ε1 : 1. που τον έχει δημιουργήσει η φαντασία, που υπάρχει μόνο σε αυτήν και όχι στην πραγματικότητα. ANT πραγματικός, αληθινός: Φανταστικά όντα / ζώα / γεγονότα. Tα πρόσωπα του έργου είναι φανταστικά. Οι φόβοι σου είναι τελείως φανταστικοί. Φανταστικό ταξίδι στον Άρη. 2α. που προσεγγίζεται, κατανοείται ή παριστάνεται μόνο με τη φαντασία. || (ψυχ.) φανταστικές παραστάσεις, που αναφέρονται σε μη υπαρκτά αντικείμενα. || (οπτ.) φανταστικό είδωλο, που σχηματίζεται από αποκλίνουσα δέσμη φωτεινών ακτίνων και φαίνεται να προέρχεται από ένα σημείο, από όπου δε διέρχονται στην πραγματικότητα οι ακτίνες. ANT πραγματικό. β. (μαθημ.) ~ αριθμός, που παριστάνει την τετραγωνική ρίζα αρνητικού αριθμού. γ. που παριστάνει ή που αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κυριαρχεί το υπερφυσικό, το εξωπραγματικό: Φανταστικές ιστορίες / διηγήσεις / περιπέτειες. Ο ~ κόσμος των παραμυθιών. 3α. που εμφανίζεται να υπερβαίνει τα όρια της φύσης, της πραγματικότητας: H φανταστική ομορφιά των εξωτικών νησιών. Ο αθλητής πραγματοποίησε ένα φανταστικό άλμα / ρεκόρ. β. απίστευτος, εκπληκτικός, φοβερός: Φανταστική πολυτέλεια. Ο πίνακας πουλήθηκε σε φανταστική τιμή. Λήστεψαν την τράπεζα με φανταστικό τρόπο. Kάναμε ένα φανταστικό ταξίδι, απίστευτα ωραίο. || (ως ουσ.) το φανταστικό, το μη πραγματικό (συνήθ. σε προϊόντα της τέχνης, του πνεύματος): Tο φανταστικό στην τέχνη / στη λογοτεχνία. Tο φανταστικό στο έργο του Iουλίου Bερν. || Οι υποψίες σου ανήκουν στο χώρο του φανταστικού. φανταστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 3: Στην εκδρομή / στις διακοπές / στο πάρτι περάσαμε ~, απίστευτα, εκπληκτικά ωραία. Ένα ~ ωραίο τοπίο / σπίτι / ταξίδι.

[λόγ.: 1: αρχ. φανταστικός· 2α, γ, 3: σημδ. γαλλ. fantastique (στις νέες σημ.) < υστλατ. phantasti cus < αρχ. φανταστικός & αγγλ. fantastic (ίδ. ετυμ.)· 2β: σημδ. γαλλ. imagi naire]

φανταχτερός -ή -ό [fandaxterós] Ε1 : 1. που εντυπωσιάζει οπτικά, που παρέχει εντυπωσιακό θέαμα: Φανταχτερό ρούχο / φόρεμα / ντύσιμο / καπέλο. Φανταχτερά χρώματα. 2. (μτφ.) εντυπωσιακός αλλά συνήθ. χωρίς ουσία, περιεχόμενο: Φανταχτερά λόγια. φανταχτερά ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~.

[φαντακ- (φαντάζω) -τερός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

φαντεζί [fandezí] Ε (άκλ.) : που εντυπωσιάζει με την ιδιομορφία και την ιδιοτροπία του στο σχέδιο ή στο χρώμα· φανταχτερός, χτυπητός: ~ γραβάτα / γιλέκο / μπλούζα. || (ως επίρρ.): Nτύνεται ~.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. fantaisie < αρχ. φαντασία]

φαντεζίστας ο [fandezístas] Ο3 : ηθοποιός του ελαφρού θεάτρου που παίζει με φαντασία, με άνεση στην κίνηση.

[γαλλ. fantaisiste < fantais(ie) = φαντεζ(ί) -iste = -ίστας]

φάντης ο [fántis & fándis] Ο11 : τραπουλόχαρτο με τη φιγούρα νεαρού άντρα· βαλές: ~ κούπα / σπαθί. ΦΡ ~ μπαστούνι, για απροσδόκητη, ξαφνική και συχνά ανεπιθύμητη εμφάνιση κάποιου: Παρουσιάστηκε / εμφανίστηκε μπροστά μου (σαν) ~ μπαστούνι. τι σχέση έχει ο ~ με το ρετσινόλαδο;, για πράγματα τελείως άσχετα μεταξύ τους.

[ιταλ. fant(e) -ης]

φαντομάς ο [fandomás] Ο1 : αόρατος, ασύλληπτος κακοποιός. || (επέκτ.) για κπ. που εμφανίζεται και εξαφανίζεται ξαφνικά και χωρίς να γίνεται αντιληπτός: Παρουσιάστηκε μπροστά μου σαν ~.

[λόγ. < γαλλ. Fantἄmas (< fantἄme δες φάντασμα) ήρωας μυθιστορημάτων των M. Allain και Ρ. Sauvestre]

φανφάρα η [fanfára] & φαμφάρα η [famfára] Ο25 : 1. μουσική πανηγυρικού χαρακτήρα, που εκτελείται με χάλκινα όργανα. 2. ορχήστρα που αποτελείται από χάλκινα όργανα. 3. (μτφ., συνήθ. πληθ.) α. πομπώδης, φλύαρος, κενός λόγος χωρίς ουσία: Mας ζάλισε το κεφάλι με τις φανφάρες του. β. πομπώδης και θορυβώδης εκδήλωση: Yποδέχτηκαν τον αρχηγό τους με φανφάρες.

[φαμ-: ιταλ. fanfara < γαλλ. fanfare (ηχομιμ.)· φαν-: λόγ. ορθογρ. δαν.]

φανφαρονισμός ο [fanfaronizmós] & φαμφαρονισμός ο [famfaronizmós] Ο17 : ανόητος, φλύαρος κομπασμός, κομπορρημοσύνη: Mίλα μετρημένα κι άσε τους φανφαρονισμούς.

[λόγ. φανφαρόν(ος), φαμφαρόν(ος) -ισμός]

φανφαρόνος ο [fanfarónos] & φαμφαρόνος ο [famfarónos] Ο18 : αυτός που είναι φλύαρος και κομπαστής, καυχησιάρης· φαφλατάς: Δεν του ΄χω καμιά εμπιστοσύνη, είναι ένας ~.

[φαμ-: ιταλ. fanfaron(e) ή βεν. fanfaron -ος < ισπαν. fanfaron < αραβ. farfār `φλύαρος΄ (ηχομιμ.)· φαν-: λόγ. ορθογρ. δαν.]

< Previous   1... 13 14 [15] 16 17 ...142   Next >
Go to page:Go