Dictionary of Standard Modern Greek
| 895 items total [81 - 90] | << First < Previous Next > Last >> |
- υδραυλικός -ή -ό [iδravlikós] Ε1 : 1α. που είναι σχετικός με την παροχή και με τη διοχέτευση του νερού: Yδραυλική εγκατάσταση. Yδραυλικές εργασίες. β. (ως ουσ.) β1. ο υδραυλικός, τεχνίτης που ασχολείται με υδραυλικές εργασίες. β2. τα υδραυλικά, το σύνολο των υδραυλικών εγκαταστάσεων ενός κτιρίου: Πάλιωσε η οικοδομή και θέλουν αλλαγή τα υδραυλικά. 2. που χρησιμοποιεί τη στατική ή τη δυναμική ενέργεια ενός υγρού (νερού, λαδιού κτλ.): Yδραυλικά φρένα. Yδραυλικό πιεστήριο. Yδραυλι κό τιμόνι. || (ως ουσ.) η υδραυλική, κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των νόμων ισορροπίας και κίνησης των υγρών, κυρίως του νερού, καθώς και την πρακτική εφαρμογή τους. || Yδραυλικά έργα, τεχνικά έργα που αποτελούν εφαρμογή της υδραυλικής, έργα ύδρευσης, αποξήρανσης, αντιπλημμυρικά κτλ.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. hydraulique < λατ. hydraulicus `που κινείται με νερό μέσα σε σωλήνες΄ < ελνστ. ὕδραυλ(ις) `μουσικό όργανο που λειτουργεί με νερό μέσα σε σωλήνες΄ -ικός]
- ύδρευση η [íδrefsi] Ο33 : τροφοδοσία με νερό: Έργα / δίκτυο ύδρευσης. Οργανισμός Yδρεύσεως.
[λόγ. < ελνστ. ὕδρευ(σις) -ση]
- υδρευτικός -ή -ό [iδreftikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ύδρευση: Yδρευτικά έργα.
[λόγ. < ελνστ. ὑδρευτικός]
- υδρεύω [iδrévo] -ομαι Ρ5.1 : τροφοδοτώ με νερό· (πρβ. υδροδοτώ): H πόλη υδρεύεται από τεχνητή λίμνη.
[λόγ. < αρχ. ὑδρεύω]
- υδρία η [iδría] Ο25 : (αρχαιολ.) μεγάλο αγγείο με στρογγυλή κοιλιά, πλατύ λαιμό και τρεις λαβές, δύο στα πλάγια και μία κάθετη, το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη μεταφορά νερού: Tαφική ~.
[λόγ. < αρχ. ὑδρία]
- υδρο- [iδro] & υδρό- [iδró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & υδρ- [iδr], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : το λόγιο ουσ. ύδωρ ως α' συνθετικό σε σύνθετες, συχνά επιστημονικές λέξεις· (πρβ. υδατο-, νερο-). I. με τα σημασιολογικά στοιχεία της λέξης νερό: 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στο νερό: υδραγωγός, υδραντλία, υδρατμός, αγωγός, αντλία κτλ. νερού. β. γίνεται, κινείται, παράγεται με τη βοήθεια νερού: ~θεραπεία, υδρόμυλος. ~ηλεκτρικός. γ. έχει ως αντικείμενό του το νερό: υδρόφιλος, υδρόφοβος· ~δότηση, ~φοβία· ~δοτώ. δ. έχει ως κύριο συστατικό του το νερό: υδρόχρωμα. ε. σε εναλλαγή με το υδατο-: ~μετρία, ~λογία, υδατομετρία, υδατολογία. 2. (επιστ.) δηλώνει ότι το νε ρό (ποταμός, λίμνη, θάλασσα) είναι το φυσικό περιβάλλον του ζώου ή του φυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: υδραράχνη, υδρόζωα, ~πτερίδες· υδρόβιος, ~χαρής. II. (επιστ.) με τα σημασιολογικά στοιχεία της λέξης υγρό: (φυσ.) ~δυναμική, ~στατική· (ιατρ.) δηλώνει τη συγκέντρωση ή κατακράτηση υγρού στο σημείο του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~θώρακας, ~μηνιγγίτιδα, ~νέφρωση, ~πλευρίτιδα, ~σαλπιγγίτιδα· εναλλάσσεται με το υδατο-: ~κύστωμα, που αποτελείται από υγρό. III. (χημ.) σε χημικές ενώσεις δηλώνει την ύπαρξη υδρογόνου ή την παρουσία του στη διαδικασία σχηματισμού μιας ένωσης: ~φθόριο, ~χλώριο· υδρόλυση.
[λόγ. < αρχ. ὑδρ(ο)- θ. της λ. ὕδωρ ως α' συνθ.: αρχ. ὑδρο-πότης, ελνστ. ὑδρο-φοβία, μσν. υδρό-βιος & διεθ. hydro- < αρχ. ὑδρο-: υδρο-θεραπεία, υδρο-ηλεκτρικός, υδρο-βιολογία, υδρο-δυναμική, υδρό-φιλος < γαλλ. hydrothérapie, hydrobiologie, hydrodynamique, hydrophile]
- υδροβιολογία η [iδroviolojía] Ο25 : κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τους υδρόβιους οργανισμούς.
[λόγ. < γαλλ. hydrobiologie < hydro- = υδρο- + biologie = βιολογία]
- υδροβιολογικός -ή -ό [iδroviolojikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροβιολογία: ~ σταθμός. Yδροβιολογικό Iνστιτούτο.
[λόγ. < γαλλ. hydrobiologique < hydrobiolog(ie) = υδροβιολογ(ία) -ique = -ικός]
- υδρόβιος -α -ο [iδróvios] Ε6 : που ζει ή που ευδοκιμεί μέσα ή πολύ κοντά στο νερό: Yδρόβιοι οργανισμοί. Yδρόβια φυτά / ζώα.
[λόγ. < μσν. υδρόβιος < υδρο- + -βιος]
- υδρόγειος -ος / -α -ο [iδrójios] Ε15 : ~ σφαίρα, και ως ουσ. η υδρόγειος, η γη: Tαξίδεψε σ΄ όλη την υδρόγειο. || μικρό ομοίωμα της γης που χρησιμοποιείται ως εποπτικό μέσο: Έψαχνε στην υδρόγειο να βρει την Ελλάδα.
[λόγ. υδρο- + -γειος, σφαλερή δημιουργία μτφρδ. παλ. γαλλ. terraqué]



