Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Υ*
895 items total [141 - 150]
υδρόφιλος -η -ο [iδrófilos] Ε5 : που έχει την ιδιότητα να απορροφά τα υγρά: Yδρόφιλο βαμβάκι. Yδρόφιλη γάζα. Yδρόφιλη πετσέτα, με μεγάλη απορροφητικότητα. || Yδρόφιλα φυτά, των οποίων η επικονίαση γίνεται μέ σο του νερού.

[λόγ. < γαλλ. hydrophile < hydro- = υδρο- + -phile = -φιλος]

υδροφοβία η [iδrofovía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογικός φόβος, αποστροφή για το νερό.

[λόγ. < ελνστ. ὑδροφοβία]

υδροφόρος -ος / -α -ο [iδrofóros] Ε14 : 1.που μεταφέρει νερό: Yδροφόρο πλοίο. Yδροφόροι σωλήνες. || (ως ουσ.) η υδροφόρα, υδροφόρο όχημα. 2. που περιέχει νερό: Yδροφόρα στρώματα της γης.

[λόγ. < ελνστ. ὑδροφόρος `που κουβαλάει νερό΄]

υδροχαρής -ής -ές [iδroxarís] Ε10 : για φυτά τα οποία ευδοκιμούν στο νερό, κοντά σε ποτάμια και λίμνες: Ο πάπυρος είναι φυτό υδροχαρές.

[λόγ. < μσν. υδροχαρής `που χαίρεται στο νερό΄ < υδρο- + -χαρής]

υδροχλωρικός -ή -ό [iδroxlorikós] Ε1 : (χημ.) που παράγεται από την ένωση χλωρίου και υδρογόνου: Yδροχλωρικό οξύ.

[λόγ. < παλ. γαλλ. hydrochlorique < hydro- = υδρο- + chlorique = χλωρικός]

υδροχλώριο το [iδroxlório] Ο40 : (χημ.) χημική ένωση χλωρίου και υδρογόνου, αέριο άχρωμο με αποπνικτική οσμή και καυστικές ιδιότητες.

[λόγ. υδρο- + χλώριον μτφρδ. παλ. γαλλ. hydrochlorique]

Yδροχόος ο [iδroxóos] Ο18 : 1.(αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού. 2. (αστρολ.) α. το ενδέκατο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 20 Iανουαρίου ως 18 Φεβρουαρίου: Γεννήθηκε στον Yδροχόο. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Yδροχόο: Ο άντρας μου είναι ~.

[λόγ. < αρχ. Ὑδροχόος]

υδρόχρωμα το [iδróxroma] Ο49 : διάλυμα ασβέστη που χρησιμοποιείται για την επίχριση τοίχων.

[λόγ. υδρο- + χρώμα]

υδροχρωματισμός ο [iδroxromatizmós] Ο17 : χρωματισμός με υδρόχρωμα.

[λόγ. υδροχρωματ- (υδρόχρωμα) -ισμός]

υδρόψυκτος -η -ο [iδrópsiktos] Ε5 : για μηχανή ή μηχανισμό που ψύχεται με νερό: Yδρόψυκτοι κινητήρες. Yδρόψυκτη κάννη πολυβόλου.

[λόγ. υδρο- + ψυκ- (ψύχω) -τος μτφρδ. γερμ. wassergekühlt ή αγγλ. water-cooled]

< Previous   1... 13 14 [15] 16 17 ...90   Next >
Go to page:Go