Dictionary of Standard Modern Greek
| 2,044 items total [21 - 30] | << First < Previous Next > Last >> |
- ταβλάς ο [tavlás] Ο1 : μεγάλος δίσκος, συνήθ. ξύλινος, όπου απλώνουν οι πλανόδιοι μικροπωλητές το εμπόρευμά τους: Ο ~ του κουλουρτζή.
[τάβλ(α) μεγεθ. -άς]
- τάβλι το [távli] Ο44 : 1. τεχνικό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια και πούλια, με δύο παίχτες, επάνω σε ειδικό άβακα: Παίξαμε μια παρτίδα ~. Είναι άσος στο ~. 2. ο δίφυλλος ορθογώνιος, συνήθ. ξύλινος, άβακας επά νω στον οποίο παίζεται το τάβλι: Φέρε το ~ να παίξουμε.
ταβλάκι το YΠΟKΟΡ: Tι λες, παίζουμε κανένα ~; [μσν. τάβλι `παιχνίδι με ζάρια΄ < ταβλί(ζω) -ι (αναδρ. σχημ.) < ελνστ. τάβλ(α) -ίζω]
- ταγάρι το [taγári] Ο44 : 1. μικρός σάκος από χοντρό χειροποίητο μάλλινο ύφασμα που κρεμιέται: α. από τον ώμο και που το χρησιμοποιούν οι χωρικοί για να βάζουν την τροφή τους· τορβάς. β. μπροστά στο κεφάλι του ζώου και που περιέχει την τροφή του· ταΐστρα1. 2. είδος γυναικείας σπορ τσάντας από ύφασμα, που κρεμιέται από τον ώμο.
[μσν. ταγάριον υποκορ. του ελνστ. ταγ(ή) -άριον > -άρι]
- ταγέ [tajé] Ε (άκλ.) : (κυρ. για κρύσταλλα) που έχει έντονες διακοσμητικές χαράξεις στη μία επιφάνειά του: Ποτήρια ~, ταγιαρισμένα.
[λόγ. < γαλλ. taillé]
- ταγέρ το [tajér] Ο (άκλ.) : γυναικείο ρούχο που αποτελείται από μια ζακέτα, συνήθ. σε αντρικό στιλ, και μια φούστα από το ίδιο ύφασμα: Σπορ / αμπιγέ ~. Xειμωνιάτικο / ανοιξιάτικο / καλοκαιρινό ~.
ταγεράκι το YΠΟKΟΡ: Φορούσε ένα πολύ χαριτωμένο ~. [λόγ. < γαλλ. tailleur]
- ταγή η [tají] Ο29 : (λαϊκότρ.) τροφή των ζώων.
[ελνστ. ταγή, αρχ. σημ.: `γραμμή μάχης΄]
- ταγιάρω [tajáro] -ομαι Ρ6 : χαράζω σε κρυστάλλινες επιφάνειες διακοσμητικά σχέδια: Ποτήρι / βάζο ταγιαρισμένο, σκαλιστό· ταγέ.
[βεν. tagiar -ω]
- ταγκίζω [tangízo] Ρ2.1α μππ. ταγκισμένος & ταγκιάζω [tangázo] Ρ2.1α μππ. ταγκιασμένος & τσαγκίζω [tsangízo] Ρ2.1α μππ. τσαγκισμένος : γίνομαι ταγκός: Tο λάδι έμεινε σε σκουριασμένο τενεκέ και τάγκισε.
[ταγκ(ός) -ίζω, -ιάζω· τσαγκ(ός) -ίζω]
- ταγκίλα η [tangíla] & τσαγκίλα η [tsangíla] Ο25α : η γεύση και η μυρωδιά του ταγκού.
[ταγκ(ός), τσαγκ(ός) -ίλα]
- τάγκισμα το [tángizma] & τάγκιασμα το [tángazma] & τσάγκισμα το [tsángizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταγκίζω: Tο ~ του λαδιού.
[ταγκισ- (ταγκίζω), ταγκιασ- (ταγκιάζω), τσαγκισ- (τσαγκίζω) -μα]



