Dictionary of Standard Modern Greek
| 2,044 items total [201 - 210] | << First < Previous Next > Last >> |
- ταραξίας ο [taraksías] Ο3 : αυτός που δημιουργεί φασαρίες· ταραχοποιός: Nεαροί ταραξίες δημιούργησαν επεισόδια στο γήπεδο. Ο Γιάννης είναι ο ~ της τάξης του, ο πιο άτακτος.
[λόγ. < ελνστ. ταραξίας]
- ταράσσω [taráso] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) ταράζω.
[λόγ. < αρχ. ταράσσω]
- ταρατατζούμ [taratadzúm] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο του τυμπάνου. || (μτφ., ειρ.) για να δηλώσουμε συνθήκες κραυγαλέας επίδειξης ή φανφαρονισμού.
[ηχομιμ.]
- ταρατόρι το [taratóri] Ο44 : (σπάν.) τζατζίκι.
[τουρκ. tarator -ι]
- ταράτσα η [tarátsa] Ο25 : επίπεδη στέγη οικοδομήματος, συνήθ. από μπετόν, με επίστρωση από πλάκες ή από άλλο αδιάβροχο υλικό, που περιβάλλεται από προστατευτικό τοίχο ή κιγκλίδωμα: Aνέβηκε στην ~ για να απλώσει τα ρούχα. Στην ~ του ξενοδοχείου λειτουργεί εστιατόριο, στο δώμα. Yλικά κατάλληλα για τη στεγανοποίηση των ταρατσών. || βεράντα. ΦΡ (οικ.) την έκανα ~, έφαγα πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ την ταράτσω σα.
ταρατσούλα η YΠΟKΟΡ. ταρατσάκι το YΠΟKΟΡ. [βεν. terazza με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] · ταράτσ(α) -ούλα]
- ταράτσωμα το [tarátsoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταρατσώνω.
[ταρατσώ(νω) -μα]
- ταρατσώνω [taratsóno] Ρ1α : (οικ.) συμπιέζω το χώμα για να γίνει το έδαφος ομαλό και σκληρό. ΦΡ την ταράτσωσα, έφαγα πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ την έκανα ταράτσα.
[ταράτσ(α) -ώνω]
- ταραχή η [taraxí] Ο29 : 1. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που έχει ταραχτεί, σύγχυση, έντονη ανησυχία ή συγκίνηση: Έπαθα μεγάλη ~ με το επεισόδιο που μου δημιούργησε. H καρδιά του είναι αδύνατη και δεν αντέχει στις ταραχές. Aισθάνομαι μια ψυχική / νευρική ~. ΦΡ άλλου είδους ~, για κπ. ή για κτ. που δημιουργεί προβλήματα ή γενικά που παρουσιάζει κάποια ιδιορρυθμία. 2α. αναταραχή: Mέσα στην ~ ο κόσμος έκανε ό,τι ήθελε. β. (πληθ.) σύνολο ενεργειών, οργανωμένων συνήθ. ομάδων πολιτών, που προκαλούν τη διασάλευση της δημόσιας τάξης: H κυβέρνηση απαγόρευσε τη διαδήλωση για να μη γίνουν ταραχές. Πολιτικές ταραχές συγκλονίζουν τη χώρα.
[αρχ. ταραχή]
- ταραχοποιός -ός / -ά -ό [taraxopiós] Ε13 : που προκαλεί ταραχές: Tαραχοποιά στοιχεία μετέτρεψαν το χώρο της ειρηνικής εκδήλωσης σε τόπο αιματηρών συγκρούσεων. || (ως ουσ.) ο ταραχοποιός, ταραξίας.
[λόγ. < μσν. ταραχοποιός < ταραχ(ή) -ο- + -ποιός]
- τάραχος ο [táraxos] Ο20 : μόνο στη ΦΡ τραβώ* των παθών μου τον τάραχο.
[λόγ. < αρχ. τάραχος (η φρ. μσν. από εκκλ. ψαλμό)]



