Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.044 εγγραφές [1911 - 1920] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσουνί το [tsuní] Ο43 : (λαϊκότρ.) 1. κοτσάνι. 2. για κτ. που μοιάζει στο σχήμα με κοτσάνι. 3. (παιδ.) το πέος.
[ίσως < αρχ. *κυνίον `σκυλάκι΄ (υποκορ. του κύων) ή < αλβ. tşuni `το αγόρι΄ (από το χαρακτηριστικό του φύλου του σε αντίθεση με το κορίτσι)]
- τσούξιμο το [tsúksimo] Ο50 : ελαφρός αλλά οξύς, καυστικός πόνος: Ο ερεθισμός του δέρματος / των ματιών προκαλεί ~.
[τσουξ- (τσούζω) -ιμο]
- τσουπ [tsúp] (άκλ.) : για να δηλώσουμε, επιφωνηματικά, την ξαφνική και συνήθ. ενοχλητική εμφάνιση κάποιου: Kάθε πρωί / με την παραμικρή αιτία ~ έρχεται εδώ.
[τουρκ. cup `μπλουμ΄ (ηχομιμ.)]
- τσούπρα η [tsúpra] & τσούπα η [tsúpa] Ο25α : (λαϊκότρ.) α. κόρη: Έχει ένα παιδί και δύο τσούπρες. β. κορίτσι, κοπέλα.
[αλβ. tšuprë, tšupa]
- τσουπωτός -ή -ό [tsupotós] Ε1 : (λαϊκότρ.) για σάρκα πλούσια και σφιχτή: Tο τσουπωτό χεράκι του μωρού. Γυναίκα τσουπωτή. Tο τσουπωτό σταφύλι.
[τσούπ(α) -ωτός]
- τσουρ τσουρ [tsúr tsúr] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει το θόρυβο που κάνει το νερό όταν τρέχει και κυρίως για τη συνεχή και όχι δυνατή βροχή.
[ηχομιμ.]
- τσουράπι το [tsurápi] Ο44 : (λαϊκότρ.) χοντρή μάλλινη, χειροποίητη κάλτσα.
[τουρκ. çorap -ι ( [o > u] από επίδρ. του [r] )]
- τσουράπω η [tsurápo] Ο37α : (λαϊκ.) χαρακτηρισμός άξεστης γυναίκας.
[τσουράπ(ι) θηλ. -ω]
- τσουρέκι το [tsuréki] Ο44 : είδος αφράτου, γλυκού ψωμιού που το ζυμώνουν με γάλα, βούτυρο και αυγά: Πασχαλινό ~ μ΄ ένα κόκκινο αυγό στη μέση. Πλάθω τα τσουρέκια σε πλεξίδες και σε κουλούρες.
τσουρεκάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. ὀἔrek -ι ( [ἔ > u] από επίδρ. του [r] )]
- τσούρμο το [tsúrmo] Ο39 : 1. (ναυτ.) πλήρωμα εμπορικού πλοίου. 2. (οικ., μειωτ.) πολλά άτομα που αποτελούν ένα σύνολο: Έχει ένα ~ παιδιά. Mας κουβαλήθηκε με όλο του το ~, με όλη την οικογένεια. Πού να βολέψεις όλο αυτό το ~; || (ως επίρρ.): Ήρθε ~ το σόι, όλο μαζί.
[αντδ. < ιταλ. ciurma `κατώτερο πλήρωμα καραβιού΄, θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ., < υστλατ. celeusma < αρχ. κέλευσμα `εντολή στους κωπηλάτες΄]



