Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Σ
3,928 items total [271 - 280]
σαράφης ο [saráfis] Ο11 : (λαϊκότρ.) αυτός που αγοράζει και πουλά νομίσματα· αργυραμοιβός.

[τουρκ. sarraf -ης (από τα αραβ.)]

σαράφικος -η -ο [saráfikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σαράφη. || (ως ουσ.) το σαράφικο, το μαγαζί του σαράφη.

[σαράφ(ης) -ικος]

σαργός ο [sarγós] Ο17 : είδος ψαριού που συγγενεύει με το σπάρο και το μελανούρι· έχει χρυσαφί χρώμα στη ράχη και καστανόμαυρη ταινία κλειστή σαν δαχτυλίδι στη βάση της ουράς.

[αρχ. σαργός]

σαρδάμ το [sarδám] Ο (άκλ.) : λέξη που δηλώνει το μπέρδεμα των λέξεων ή των γραμμάτων μέσα σε μία λέξη από έναν ομιλητή, συνήθ. από τρακ.

[ίσως αναγραμματισμένο επών. Μαδράς (Έλληνας ηθοποιός και σκηνοθέτης)]

σαρδανάπαλος ο [sarδanápalos] Ο20 : χαρακτηρισμός ανθρώπου με έκλυτα ήθη, συνήθ. για άπιστο σύζυγο.

[λόγ. < αρχ. Σαρδανάπαλ(λ)ος (όν. βασιλιά της Aσσυρίας) σημδ. γαλλ. sardanapale (στη νέα σημ.) < αρχ. Σαρδανάπαλος]

σαρδέλα η [sarδéla] Ο25 : 1. μικρό ψάρι που αφθονεί στη Mεσόγειο, στη Mαύρη Θάλασσα και στις ακτές του Aτλαντικού· έχει σώμα πεπλατυσμένο με γαλαζοπράσινη ράχη και ανοιχτόχρωμη κοιλιά: Παστές σαρδέλες. Σαρδέλες (σε) κονσέρβα. || (προφ.): Γίναμε / στριμωχτήκαμε / στοιβαχτήκαμε σαν σαρδέλες. Θα σε σκίσω σαν ~, ως απειλή. 2. (μτφ., προφ.) διακριτικό υπαξιωματικού. σαρδελίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. σαρδέλα < ιταλ. sardella· σαρδέλ(α) -ίτσα]

σαρδελοκούτι το [sarδelokúti] Ο44 : 1. άδειο κουτί από κονσέρβα σαρδέλας. 2. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός υπερβολικά φορτωμένου μεταφορικού μέσου, κυρίως λεωφορείου.

[σαρδέλ(α) -ο- + κουτ(ί) -ι]

σαρδόνιος -α -ο [sarδónios] Ε6 : μόνο στην έκφραση σαρδόνιο γέλιο: α. που εκφράζει μια διάθεση χλευαστική και χαιρέκακη. β. (ιατρ.) μορφασμός που μοιάζει με γέλιο, οφείλεται σε σπασμωδική συστολή των μυών του προσώπου και εμφανίζεται στον τέτανο. σαρδόνια ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε γελώντας ~.

[λόγ. < ελνστ. σαρδόνιος (αρχ. σαρδάνιος)]

σαρδόνυχας ο [sarδónixas] Ο5 : είδος ημιπολύτιμου λίθου σε ευρεία χρή ση από την αρχαιότητα έως σήμερα.

[λόγ. < ελνστ. σαρδόνυξ, αιτ. -υχα]

σάρι το [sári] Ο (άκλ.) : το εθνικό ένδυμα των γυναικών στην Iνδία, το οποίο αποτελείται από ένα μακρύ μονοκόμματο ύφασμα, βαμβακερό ή μεταξωτό, που πτυχώνεται στο σώμα χωρίς κοψίματα ή ραφές.

[λόγ. < γαλλ. sari < ινδ. sārī]

< Previous   1... 26 27 [28] 29 30 ...393   Next >
Go to page:Go