Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.928 εγγραφές [3781 - 3790] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σχεδιάζω [sxeδiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.απεικονίζω με γραμμές, επάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, ένα πραγματικό ή φανταστικό πρόσωπο ή πράγμα· (πρβ. ζωγραφίζω): ~ ένα δέντρο / ένα παιδί. Tοπίο σχεδιασμένο με μολύβι / με πενάκι. β. επινοώ το σχέδιο μιας κατασκευής και το αποδίδω γραφικά: Kτίρια που σχεδιάστηκαν από μεγάλους αρχιτέκτονες. || Έπιπλα / ρούχα σχεδιασμένα στην Ελλάδα. 2. (μτφ.) α. μελετώ και προετοιμάζω συστηματικά την εκτέλεση ενός έργου: H κυβέρ νηση έχει σχεδιάσει μεγάλα αναπτυξιακά έργα. Tο πραξικόπημα ήταν σχεδιασμέ νο από καιρό. β. σκέπτομαι να κάνω κτ., το λογαριάζω: ~ (να κά νω) ένα ταξίδι.
[λόγ. < αρχ. σχεδιάζω `κάνω κτ. πρόχειρα΄ κατά την αλλ. της σημ. του σχέδιο, σημδ.: 1: γαλλ. esquisser, dessiner & αγγλ. design· 2: αγγλ. plan]
- σχεδίαση η [sxeδíasi] Ο33 : η ενέργεια του σχεδιάζω. 1. εκτέλεση του γραμμικού σχεδίου μιας κατασκευής: H ~ νέου τύπου αεροσκαφών / μοντέρνων επίπλων. 2. καλλιτεχνική απεικόνιση: H ~ ενός τοπίου με μολύβι / με κάρβουνο.
[λόγ. σχεδια- (σχεδιάζω) -σις > -ση]
- σχεδίασμα το [sxeδíazma] Ο49 : 1.η ενέργεια του σχεδιάζω· σχεδίαση. 2. το αποτέλεσμα του σχεδιάζω· ΣYN σκαρίφημα. α. πρόχειρη αποτύπωση ενός αντικειμένου ή μιας κατασκευής με απλές γραμμές· σκίτσο. β. η πρώτη και γενική μορφή ενός λογοτεχνικού συνήθ. έργου, πριν πάρει την οριστική του μορφή.
[λόγ. < ελνστ. σχεδίασμα `παραξενιά΄ σημδ. γαλλ. esquisse & αγγλ. drawing, design]
- σχεδιασμός ο [sxeδiazmós] Ο17 : 1.η διαδικασία του προκαθορισμού και της υπόδειξης μιας σειράς ενεργειών, που αποβλέπουν στην επίτευξη μακροπρόθεσμων συνήθ. οικονομικών, τεχνικών ή κοινωνικών στόχων: ~ της παραγωγικής διαδικασίας. Aντισεισμικός / πολεοδομικός ~. 2. σχεδίαση.
[λόγ. < αρχ. σχεδιασμός `ομιλία εκ του προχείρου΄, κατά την αλλ. της σημ. του σχεδιάζω, σημδ.: 1: αγγλ. planning· 2: αγγλ. drawing]
- σχεδιαστήριο το [sxeδiastírio] Ο40 : 1.το ειδικό τραπέζι, με τον κατάλληλο εξοπλισμό, που χρησιμοποιείται για σχεδίαση. 2. χώρος κατάλληλα εξοπλισμένος για σχεδίαση.
[λόγ. σχεδιασ(τής) -τήριον]
- σχεδιαστής ο [sxeδiastís] Ο7 θηλ. σχεδιάστρια [sxeδiástria] Ο27 : 1.αυτός που έχει ως επάγγελμα την κατασκευή γραμμικών, τεχνικών σχεδίων: Εργάζεται ως σχεδιάστρια σε αρχιτεκτονικό γραφείο. 2. αυτός που επινοεί και σχεδιάζει καινούρια μοντέλα βιομηχανικών καταναλωτικών προϊόντων: ~ αυτοκινήτων. ~ μόδας, για αντρικό ή γυναικείο ντύσιμο.
[λόγ. < ελνστ. σχεδιαστής `που αυτοσχεδιάζει΄ σημδ. γαλλ. dessinateur & αγγλ. designer· λόγ. σχεδιασ(τής) -τρια]
- σχέδιο το [sxéδio] Ο40 : I1α.παράσταση επάνω σε μια επιφάνεια, με γραμμές και με σύμβολα, σε φυσικό μέγεθος ή υπό κλίμακα και με τη βοήθεια γραφικών οργάνων: Γραμμικό ~. Aρχιτεκτονικό ~, οριζόντια διατο μή ή κάτοψη ενός κτίσματος. Kάνω / εκπονώ τα σχέδια ενός κτιρίου. Aγόρασα το διαμέρισμα στα σχέδια, πριν αρχίσει η κατασκευή. || κινούμενα* σχέδια. β. καλλιτεχνικό σχέδιο, ως πρώτο στάδιο εκτέλεσης ενός ζωγραφικού έργου (σπουδή) ή ως ανεξάρτητος τομέας των γραφικών τεχνών: ~ με μελάνι / με μολύβι / με χρώμα. Έκθεση παιδικού σχεδίου. || η τεχνική με την οποία γίνεται το σχέδιο: Διδάσκει ~. Είναι καλός στο ~. γ. διακο σμητική σύνθεση σε ύφασμα, χαρτί, ξύλο κτλ., που γίνεται στην ύφανση, στο πλέξιμο, στο τύπωμα, στο σκάλισμα κτλ. 2α. το σχήμα, η μορφή που δίνουμε σε καθένα από τα τμήματα που αποτελούν ένα αντικείμενο και ο τρόπος που τα συνδέουμε: Οι καρέκλες σου έχουν ωραίο ~. β. ~ πόλεως, το πολεοδομικό σχέδιο που καθορίζει τους όρους ρυμοτόμησης και δόμησης: Επέκταση σχεδίου πόλεως. Οικόπεδο εντός / εκτός σχεδίου πόλεως. II1. η πρώτη γενική διάταξη των κύριων στοιχείων ενός κειμένου, που αποτελεί τη βάση για την επεξεργασία της οριστικής μορφής του: ~ νόμου, νομοσχέδιο. Έχω έτοιμο το ~ της διάλεξής μου και μένει η ανάπτυξη του θέματος. || (έκφρ.) με παίρνει το ~, η περίπτωσή μου περιλαμβάνεται σε κάποια συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση: Mας πήρε και εμάς το ~ των απολύσεων. || τύπος, υπόδειγμα: Οι αιτήσεις γίνονται σύμφωνα με το ~ που δίνει το υπουργείο. 2α. ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να ενεργήσει κάποιος για να πετύχει ένα στόχο, το είδος των ενεργειών και η σειρά που πρέπει να ακολουθήσουν: Kαταστρώνω ένα ~ δράσης. ~ προστασίας του πληθυσμού από την ατμοσφαιρική ρύπανση. Έθεσε σε εφαρμογή ένα μεγαλοφυές ~. Εκτέλεση ενός σχεδίου. || (στρατ.) μελέτη πολεμικής ενέργειας. || (πολ.) πρόγραμμα εξωτερικής οικονομικής συνήθ. πολιτικής: ~ Tρούμαν / Mάρσαλ. β. σκοπός, στόχος: Έχω πολλά σχέδια για το μέλλον. Δεν πραγματοποιήθηκαν τα σχέδιά μου. Tα σκοτεινά σχέδια των εχθρών μας. Tι σχέδια έχεις για τις διακοπές; Έχω ένα τολμηρό ~. Στα σχέδιά μου είναι να επεκτείνω τις επιχειρηματικές δραστηριότητές μου.
σχεδιάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. I1γ: H κουρτίνα έχει σχεδιάκια. Ωραίο ~ έχει η τσάντα σου. [λόγ. < ελνστ. σχέδιον `πρόχειρη διατύπωση, αυτοσχεδιασμός΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. σχέδιος `κοντινός΄ σημδ. ιταλ. schizzo `πέταγμα υγρού, μουτζούρα, πρώ το γρήγορο ζωγράφισμα, σκίτσο΄, γαλλ. dessin, plan & αγγλ. design]
- σχεδιογράφος ο [sxeδioγráfos] Ο18 : (ηλεκτρον.) εξάρτημα υπολογιστή, όπου μεταφέρονται στοιχεία της κύριας μνήμης, μετατρέπονται σε σύμβολα και στη συνέχεια αναπαρίστανται σε χαρτί με μορφή γραμμών και καμπυλών.
[λόγ. σχέδι(ον) -ο- + -γράφος απόδ. αγγλ. plotter]
- σχεδιοποίηση η [sxeδiopíisi] Ο33 : (οικον.) η οργάνωση της παραγωγής με βάση ένα καθορισμένο σχέδιο.
[λόγ. σχεδιοποιη- (σχεδιοποιώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. planification]
- σχεδιοποιώ [sxeδiopió] -ούμαι Ρ10.9 : (οικον.) οργανώνω την παραγωγι κή δραστηριότητα ενός κράτους, μιας επιχείρησης κτλ.
[λόγ. σχεδιο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]



