Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Π
5,181 items total [111 - 120]
παιάνας ο [peánas] Ο2 : πολεμικός ύμνος, πολεμικό τραγούδι.

[λόγ. < αρχ. παιάν, αιτ. -ᾶνα]

παιανίζω [peanízo] Ρ2.1α : (για ορχήστρα) εκτελώ μουσικό κομμάτι που έχει χαρακτήρα υμνητικό, δοξαστικό, θριαμβικό κτλ.: Mετά την κατάθεση στεφάνου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η στρατιωτική μπά ντα παιάνισε τον εθνικό ύμνο.

[λόγ. < αρχ. παιανίζω `τραγουδώ παιάνα΄]

παίγνιο το [péγnio] Ο40 : (λόγ.) παιχνίδι.

[λόγ. < αρχ. παίγνιον]

παιγνιόχαρτο το [peγnióxarto] Ο40 : (λόγ.) χαρτί της τράπουλας, τραπουλόχαρτο.

[λόγ. παίγνι(ον) -ο- + χαρτ(ίον) -ον μτφρδ. γαλλ. carte à jouer ή γερμ. Spielkarte]

παιγνιώδης -ης -ες [peγnióδis] Ε11 : που είναι ευχάριστος, διασκεδαστικός: ~ διάθεση.

[λόγ. < αρχ. παιγνιώδης]

παιδαγώγηση η [peδaγójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παιδαγωγώ· διαπαιδαγώγηση.

[λόγ. < ελνστ. παιδαγώγη(σις) -ση]

παιδαγωγικός -ή -ό [peδaγojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αγωγή, στην προσπάθεια ενίσχυσης και ελέγχου της πνευματικής και ψυχικής ανάπτυξης των παιδιών: Nέες παιδαγωγικές μέθοδοι / θεωρίες. Παιδαγωγικά συστήματα. Παιδαγωγική επιστήμη. Παιδαγωγικές Σχολές. Παιδαγωγικό Iνστιτούτο. Εγχειρίδιο Παιδαγωγικής. || (ως ουσ.) η παιδαγωγική, η επιστήμη που αναφέρεται στην αγωγή των παιδιών και μελετά τους τρόπους και τα εκπαιδευτικά συστήματα με τα οποία αυτή επιτυγχάνεται: Tμήμα Φιλοσοφίας, Ψυχολογίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου.

[λόγ. < ελνστ. παιδαγωγικός `κατάλληλος για εκπαιδευτή΄ σημδ. γαλλ. pédagogique (στη νέα σημ.) < pédagogie < αρχ. παιδαγωγία `εκπαίδευση των παιδιών΄]

παιδαγωγός ο [peδaγογós] Ο17 θηλ. παιδαγωγός [peδaγoγós] Ο34 : 1.ο ειδικός στη θεωρητική μελέτη ή στην πρακτική εφαρμογή της παιδαγωγικής επιστήμης: Συνέδριο Ελλήνων παιδαγωγών. Φιλόσοφος και ~. || αυτός που είναι ικανός στο να ασκεί αγωγή, ευεργετική επίδραση στην ψυχική και πνευματική ανάπτυξη των νέων. 2. (μτφ.) αυτός που διαπαιδαγωγεί: Σε καιρούς επαναστατικούς η τέχνη γίνεται ~ των λαών.

[λόγ. < ελνστ. παιδαγωγός `οδηγός΄, αρχ. σημ.: `δούλος επιφορτισμένος να συνοδεύει τα αγόρια στο σχολείο΄ σημδ. γαλλ. pédagogue (στη νέα σημ.) < λατ. paedagogus < αρχ. παιδαγωγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

παιδαγωγώ [peδaγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : ενισχύω και κατευθύνω την πνευματική και ψυχική ανάπτυξη ατόμου ή συνόλου· διαπαιδαγωγώ, παιδεύω4.

[λόγ. < αρχ. παιδαγωγῶ]

παϊδάκι το [paiδáki] & (σπάν.) παγιδάκι το [pajiδáki] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : πλευρό από σφάγιο αρνιού ή κατσικιού, για ψήσιμο: Aρνίσια / κατσικίσια παϊδάκια. Παϊδάκια στα κάρβουνα.

[παΐδ(ι), παγίδ(ι) -άκι]

< Previous   1... 10 11 [12] 13 14 ...519   Next >
Go to page:Go