Dictionary of Standard Modern Greek
| 5,181 items total [5141 - 5150] | << First < Previous Next > Last >> |
- πυρόχωμα το [piróxoma] Ο49 : πυρίμαχο υλικό με το οποίο κατασκευάζουν τις μήτρες (καλούπια) οι χρυσοχόοι και οι οδοντοτεχνίτες.
[λόγ. πυρο- + χώμα]
- πυρπόληση η [pirpólisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πυρπολώ· κάψιμο: H ~ της Ρώμης από το Nέρωνα. H ~ της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Kανάρη.
[λόγ. < ελνστ. πυρπόλη(σις) -ση]
- πυρπολητής ο [pirpolitís] Ο7 : μέλος του πληρώματος και ιδίως κυβερνή της ενός πυρπολικού: Ο ~ Kανάρης.
[λόγ. < μσν. πυρπολητής `που ανάβει φωτιά΄ < πυρπολη- (πυρπολώ) -τής σημδ. του λαϊκού μπουρλοτιέρης (δες λ.)]
- πυρπολικό το [pirpolikó] Ο38 : μικρό πλοίο εφοδιασμένο με εύφλεκτες ύλες που το χρησιμοποιούσαν για το κάψιμο εχθρικών πλοίων: Οι Έλληνες έκαψαν τον τουρκικό στόλο με πυρπολικά.
[λόγ. πυρπολ(ώ) -ικός ουσιαστικοπ. ουδ. κατά το πλοίον απόδ. του λαϊκού μπουρλότο (δες λ.)]
- πυρπολώ [pirpoló] -ούμαι Ρ10.9 : 1. καίω κτ., του βάζω φωτιά για να το καταστρέψω: Kυρίεψαν την πόλη και την πυρπόλησαν. 2. (λογοτ.) προκαλώ συναισθηματική ένταση: Ο ενθουσιασμός πυρπολούσε τις καρδιές τους.
[λόγ. < αρχ. πυρπολῶ `συντηρώ τη φωτιά΄]
- πύρρειος -ος / -α -ο [pírios] Ε15 : στην έκφραση ~ / πύρρεια νίκη, επιτυχία που πραγματοποιείται με μεγάλες απώλειες για το νικητή.
[λόγ. < αρχ. Πύρρ(ος) -ειος μτφρδ. αγγλ. Ρyrrhic (< αρχ. Πύρρος)]
- πυρρίχιος -α -ο [piríxios] Ε6 : ~ χορός και ως ουσ. ο πυρρίχιος, ονομασία χορού, του οποίου οι κινήσεις μιμούνται αντίστοιχες κινήσεις αρχαίου πολεμιστή σε ώρα μάχης: Ο ποντιακός / αρχαίος ελληνικός ~. || (μετρ.) Ο ~ πόδας. Tο πυρρίχιο μέτρο.
[λόγ. < ελνστ. πυρρίχιος `που αναφέρεται στο χορό πυρρίχη (αρχ.)΄]
- πυρρόξανθος -η -ο [piróksanθos] Ε5 : (λογοτ.) που έχει χρώμα ανάμεσα στο ξανθό και στο κόκκινο: Στεκόταν στην πλώρη του καραβιού και τα πυρρόξανθα μαλλιά της ανέμιζαν στο αεράκι.
[λόγ. < ελνστ. πυρρόξανθος]
- πυρρός -ή -ό [pirós] Ε1 : (λογοτ.) κοκκινωπός.
[λόγ. < αρχ. πυρρός]
- πυρσός ο [pirsós] Ο17 : 1. γενική ονομασία για φορητά φωτιστικά αντικεί μενα, ιδίως για αναμμένο κομμάτι από δαδί (πρβ. δάδα) ή ξύλο (πρβ. δαυλός) ή κατασκευή που περιέχει εύφλεκτο υλικό: Δούλοι κρατώντας πυρσούς φώτιζαν τη νυχτερινή πομπή. 2. (σπάν., μτφ.) ό,τι φωτίζει, καθοδηγεί πνευματικά ή ηθικά: Ο ~ της παιδείας.
[λόγ.: 1: αρχ. πυρσός· 2: σημδ. γαλλ. flambeau]



