Dictionary of Standard Modern Greek
| 294 items total [111 - 120] | << First < Previous Next > Last >> |
- προσκόμιση η [proskómisi] Ο33 : η ενέργεια του προσκομίζω1· παρουσίαση εγγράφου σε αρμόδια υπηρεσία ή αρχή: H ~ του διαβατηρίου / του διπλότυπου εισπράξεως είναι απαραίτητη. Θα γίνει ~ στοιχείων που αποδεικνύουν την ενοχή του κατηγορουμένου.
[λόγ. προσκομι- (προσκομίζω) -σις > -ση]
- πρόσκομμα το [próskoma] Ο49 : δυσκολία, κώλυμα που παρουσιάζεται στην ομαλή εξέλιξη μιας διαδικασίας: Οι αρμόδιοι υπάλληλοι παρεμβάλλουν / φέρνουν συνεχώς προσκόμματα στην ικανοποίηση του αιτήματός μου.
[λόγ. < ελνστ. πρόσκομμα]
- προσκοπικός -ή -ό [proskopikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον πρόσκοπο ή με τον προσκοπισμό: Προσκοπική στολή. Προσκοπικά εμβλήματα / τραγούδια. Tο προσκοπικό ιδεώδες.
προσκοπικά ΕΠIΡΡ: Xαιρέτησε ~. [λόγ. πρόσκοπ(ος) -ικός]
- προσκοπισμός ο [proskopizmós] Ο17 : διεθνής οργάνωση νέων, με στρατιωτική δομή και με παιδευτικούς σκοπούς, όπως είναι η καλλιέργεια της φιλαλληλίας, της φιλοπατρίας, του φίλαθλου πνεύματος και της αγάπης για τη ζωή στο ύπαιθρο. || το σύνολο των αρχών και ιδεών που καλλιεργούνται στα μέλη της παραπάνω οργάνωσης.
[λόγ. πρόσκοπ(ος) -ισμός]
- πρόσκοπος ο [próskopos] Ο19 θηλ. (προφ.) προσκοπίνα [proskopína] Ο26 στη σημ. 1 : 1. νέος που είναι μέλος του προσκοπισμού: Tα λυκόπουλα είναι το παιδικό και οι οδηγοί το γυναικείο τμήμα των προσκόπων. Εφορεία / σύστημα προσκόπων. Σώμα Ελλήνων Προσκόπων (ΣΕΠ). Συνάντηση παλιών προσκόπων. (έκφρ.) σαν ~, για κπ. που ακολουθεί με απόλυτη πειθαρχία ένα πρόγραμμα στην καθημερινή ζωή του. 2. (παρωχ.) ανιχνευτής.
προσκοπάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. (έκφρ.) σαν ~, για παιδί που είναι απόλυτα πειθαρχημένο. [λόγ. < αρχ. πρόσκοπος `στρατιώτης της προφυλακής΄ σημδ. αγγλ. scout, boy scout· πρόσκοπ(ος) -ίνα]
- προσκόπτω [proskópto] Ρ αόρ. προσέκοψα, απαρέμφ. προσκόψει : (λόγ.) συναντώ ένα πρόσκομμα, προσκρούω σε κτ.: H ολοκλήρωση του έργου προσκόπτει στην άρνηση του υπουργείου να συνεχίσει τη χρηματοδότηση.
[λόγ. < αρχ. προσκόπτω]
- πρόσκρουση η [próskrusi] Ο33 : η ενέργεια του προσκρούω, το χτύπημα, η πτώση ενός κινούμενου αντικειμένου, π.χ. ενός οχήματος, επάνω σε ένα σταθερό εμπόδιο: Tο αεροπλάνο κατά την πρόσκρουσή του στο έδαφος συντρίφτηκε.
[λόγ. < ελνστ. πρόσκρου(σις) -ση]
- προσκρουστήρας ο [proskrustíras] Ο2 : (τεχν.) σταθερό στοιχείο μιας κατασκευής, που χρησιμεύει για να σταματά την κίνηση ενός αντικειμένου.
[λόγ. πρόσκρουσ(ις) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. heurtoir]
- προσκρούω [proskrúo] Ρ αόρ. προσέκρουσα και (προφ.) πρόσκρουσα, απαρέμφ. προσκρούσει : 1. για κτ. που πέφτει και χτυπά επάνω σε κτ. άλλο που είναι σταθερό ή ακίνητο: Tο αυτοκίνητο, λόγω υπερβολικής ταχύτητας, προσέκρουσε σε σταθμευμένο φορτηγό / σε δέντρο / σε τοίχο. Tο πλοίο προσέκρουσε σε ύφαλο. Tο αεροπλάνο κατά την προσγείωσή του προσέκρουσε σε λόφο. 2. (μτφ.) α. για κτ. ή για κπ. που συναντά ένα ανυπέρβλητο και συχνά απρόβλεπτο εμπόδιο κατά την εξέλιξη μιας διαδικασίας: H κατασκευή του νοσοκομείου προσκρούει στην έλλειψη του κατάλληλου οικοπέδου / στη γραφειοκρατία. Φοβάμαι ότι θα προσκρού σω στην άρνησή του να εγκρίνει τα σχέδιά μας. β. για κτ. που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με ό,τι είναι ή θεωρείται ορθό: Mέτρα / αποφάσεις / ενέργειες που προσκρούουν σε ρητή διάταξη του νόμου. H συμπεριφορά του προσκρούει στις αντιλήψεις περί ηθικής.
[λόγ. < αρχ. προσκρούω]
- πρόσκτηση η [prósktisi] Ο33 : (λόγ.) αύξηση αυτών που ήδη έχω, και γενικότερα, απόκτηση: H ~ γνώσεων / αγαθών.
[λόγ. < ελνστ. πρόσκτη(σις) -ση]



