Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Πνευματισμός
1 item total
πνευματισμός ο [pnevmatizmós] Ο17 : 1. φιλοσοφική θεωρία και πίστη, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή, υπό ορισμένες συνθήκες, η επικοινωνία των ζωντανών με τα πνεύματα, με τις ψυχές των νεκρών, που επιζούν και ύστερα από το θάνατο: Ο ~ στηρίζεται στην πίστη για την αθανασία της ψυχής. 2. το σύνολο των μέσων και των διαδικασιών, μέσο των οποίων επιχειρείται η πραγματοποίηση αυτής της επικοινωνίας.

[λόγ. πνευματ- (πνεύμα) -ισμός μτφρδ. γαλλ. spiritisme (διαφ. το μσν. πνευματισμός `χρήση πνευμάτων7΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go