Dictionary of Standard Modern Greek
| 5,181 items total [5021 - 5030] | << First < Previous Next > Last >> |
- πύξος ο [píksos] Ο18 & πυξός o [piksós] Ο17 : το πυξάρι.
[λόγ. < αρχ. πύξος ἡ μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. -ος· μετακ. τόνου(;)]
- πυογόνος -ος / -α -ο [pioγónos] Ε14 : που προκαλεί τη δημιουργία πύου.
[λόγ. < γαλλ. pyogène < pyo- < αρχ. πύο(ν) + -gène = -γόνος]
- πυόκοκκος ο [piókokos] Ο19 : (ιατρ.) γενική ονομασία των πυογόνων μικροοργανισμών.
[λόγ. < νλατ. pyococcus < pyo- < αρχ. πύο(ν) + coccus < αρχ. κόκκος]
- πύον το [píon] & πύο το [pío] Ο39 : υγρό, συνήθ. αδιαφανές, κιτρινωπό και παχύρρευστο, το οποίο δημιουργείται σε σημεία που υπάρχει φλεγμονή και αποτελείται από κατεστραμμένα λευκοκύτταρα και άλλους μικροοργανισμούς: H πληγή έχει / βγάζει ~. Παρουσία πύου στα ούρα.
[λόγ. < αρχ. πύον]
- πυόρροια η [piória] Ο27 : (ιατρ.) ύπαρξη πύου σε σημαντική ποσότητα.
[λόγ. < ελνστ. πυόρροια]
- πυορροώ [pioroó] Ρ10.9α : (ιατρ., για πληγή) βγάζω πύον.
[λόγ. < αρχ. πυορροῶ]
- πυοσφαίριο το [piosfério] Ο40 : (ιατρ.) το κατεστραμμένο λευκοκύτταρο ως συστατικό του πύου.
[λόγ. πύ(ον) -ο- + σφαίρ(α) -ιον κατά το αιμοσφαίριον]
- πυουρία η [piuría] Ο25 : (ιατρ.) ύπαρξη πύου στα ούρα λόγω φλεγμονής.
[λόγ. < γαλλ. pyurie < py(o)- < αρχ. πύ(ον) + -urie = -ουρία]
- πυρ το [pír] Ο γεν. πυρός, πληθ. πυρά, γεν. πυρών : 1. (λόγ.) η φωτιά: Yγρό* ~ ή ελληνικό(ν) ~. H Γη του Πυρός, ως γεωγραφική ονομασία. || Tο ~ το αιώνιο(ν) / το εξώτερο(ν), η Kόλαση. (έκφρ.) παραδίδω κτ. στο ~, το καίω ή επιτρέπω να το κάψουν. ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ και μανία, θυμώνω πολύ. || (για πυρκαγιά ή εμπρησμό): Aσφάλεια πυρός, πυρασφάλεια. Aνίχνευση του πυρός, πυρανίχνευση. (έκφρ.) παρανάλωμα* του πυρός. ΦΡ ~ γυνή και θάλασσα*. διά πυρός και σιδήρου / αίματος, με καταστροφές και φόνους. 2α. βολή, συνήθ. ομαδική, με πυροβόλα όπλα: Aνοί γω ~, αρχίζω τις βολές. Bρίσκεται κάποιος μεταξύ δύο πυρών. || (στρατ.) ~ ελαφρών / βαρέων όπλων. Πυρά πεζικού / πυροβολικού / αεροπορίας. Πραγματικά / εικονικά πυρά. Συγκεντρωτικά πυρά. Διασταυρούμενα* πυρά και ως ΦΡ. Δύναμη / υπεροχή / σχέδιο / έλεγχος πυρός. H γραμμή του πυρός. (έκφρ.) καταιγιστικά* πυρά. φράγμα* πυρός. ΦΡ παίρνω το βάπτισμα* του πυρός. || (ως παράγγελμα): ~!, για έναρξη των βολών. Παύσατε ~!, για λήξη των βολών και με επέκταση για ανακωχή ή λήξη του πολέμου. β. (μτφ., συνήθ. πληθ.) επίθεση, ιδίως με λόγο προφορικό ή γραπτό: H κυβέρνηση δέχτηκε στη βουλή τα πυρά της αντιπολίτευσης. ΦΡ μεταξύ δύο πυρών, για κπ. που δέχεται επίθεση ταυτόχρονα από δύο πλευρές.
[λόγ.: 1: αρχ. πῦρ· 2: σημδ. γαλλ. feu]
- πυρά η [pirá] Ο24 : (λόγ.) η φωτιά: Θάνατος επί της / διά πυράς. H ~ του βωμού / της εστίας. Εργοστάσιο συνεχούς πυράς, που οι μηχανές του λειτουργούν χωρίς διακοπή.
[λόγ. < αρχ. πυρά `βωμός για έμπυρες θυσίες΄ (ελνστ. σημ.: `υλικό για φωτιά΄) σημδ. γαλλ. feu]



