Dictionary of Standard Modern Greek
| 4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
- οκτάστηλος -η -ο [oktástilos] & οχτάστηλος -η -ο [oxtástilos] Ε5 : (για κείμενο) που καλύπτει οχτώ στήλες της σελίδας στην οποία είναι τυπωμένο: H είδηση δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες με οκτάστηλους τίτλους. Οχτάστηλο άρθρο. || (ως ουσ.) το οκτάστηλο & το οχτάστηλο, για οκτάστηλο τίτλο ή άλλο κείμενο.
[λόγ. οκτα- + στήλ(η) -ος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκτάστιχος -η -ο [oktástixos] & οχτάστιχος -η -ο [oxtástixos] Ε5 : που έχει οχτώ στίχους: Οκτάστιχο ποίημα. || (ως ουσ.) το οκτάστιχο & το οχτάστιχο, η οκτάστιχη στροφή.
[λόγ. < ελνστ. ὀκτάστιχος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οκτασύλλαβος -η -ο [oktasílavos] & οχτασύλλαβος -η -ο [oxtasílavos] Ε5 : που έχει οχτώ συλλαβές: Οκτασύλλαβη λέξη. || (μετρ.) ~ στίχος και ως ουσ. ο οκτασύλλαβος, στίχος που αποτελείται από οχτώ συλλαβές.
[λόγ. < ελνστ. ὀκτασύλλαβος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- οχτασέλιδος -η -ο [oxtaséliδos] & οκτασέλιδος -η -ο [oktaséliδos] Ε5 : που αποτελείται από οχτώ σελίδες: Οχτασέλιδη εφημερίδα. || (ως ουσ., τυπ.) το οχτασέλιδο, το ένα δεύτερο του τυπογραφικού φύλλου.
[λόγ. < μσν. οκτασέλιδος < οκτα- + σελιδ- (δες σελίδα) -ος και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]



