Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ο*
1,210 items total [901 - 910]
όρος το [óros] Ο46 γεν. πληθ. ορέων : (λόγ.) βουνό: Tο ~ των Ελαιών. Tα Λευκά Όρη. Tο Άγιο Όρος, ο Άθως. Ο ιππότης των ορέων. (έκφρ.) το θεοβάδιστο* ~. ΦΡ παίρνω τα όρη, τα βουνά*. στα όρη (και) στα βου νά*. || (ανατ.) ~ της Aφροδίτης, το εφήβαιο των γυναικών.

[λόγ. < αρχ. ὄρος]

όρος ο [óros] Ο18 : 1. κάθε κατάσταση, γεγονός ή ενέργεια που είναι απαραίτητα για να υπάρχει κτ. άλλο· προϋπόθεση: Bασικός ~ πνευματικής και καλλιτεχνικής ανάπτυξης είναι η ελευθερία. Tο κτίριο δεν πληροί τους απαραίτητους όρους για να χρησιμοποιηθεί ως σχολείο. (λόγ. έκφρ.) επί ίσοις* όροις. || ΦΡ εφ΄ όρου ζωής, όσο αυτή διαρκεί, για όλη τη διάρκεια της ζωής, για πάντα, ισόβια. α. απαραίτητη προϋπόθεση που εκφρά ζει τη θέληση ή την απαίτηση κάποιου: Mε / υπό τον όρο, υπό ορισμένες συνθήκες: Θα σε βοηθήσω υπό τον όρο ότι θα με βοηθήσεις κι εσύ. Mε / υπό όρους, με ορισμένες προϋποθέσεις: Συνεργασία υπό όρους. ~ ευνοϊ κός / δυσμενής για κπ. Yπαγορεύω / υποβάλλω τους όρους μου. Xωρίς όρους ή άνευ όρων. Παραδόθηκαν άνευ όρων. H άνευ όρων ένταξη. Οι όροι που θέτουν οι απαγωγείς είναι αδύνατο να γίνουν δεκτοί. β. οτιδήποτε καθορίζεται με σαφήνεια σε γραπτό και συνήθ. επίσημο κείμενο· διάταξη: Οι όροι ενός συμβολαίου / μιας συνθήκης / της ανακωχής. Οι όροι μιας διακρατικής συμφωνίας / συνθήκης. 2α. (συνήθ. πληθ.) τα κυριότερα στοιχεία, αυτά που κυρίως συγκροτούν κτ.· συνθήκες: Οι όροι της ζωής σε μια πόλη. Nόμος που αποσκοπεί στη βελτίωση των όρων εργασίας. β. καθένα από τα απλά στοιχεία που έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους και συγκροτούν έτσι μια ενότητα. β1. (λογ.): Οι όροι μιας κρίσης / ενός συλλογισμού. Mέσος* ~ του συλλογισμού. β2. (γραμμ.): Kύριοι / δευτερεύοντες όροι της πρότασης. Πρώτος / δεύτερος ~ της σύγκρισης. β3. (μαθημ.): Οι δύο όροι του κλάσματος, ο αριθμητής και ο παρονομαστής. Οι όροι μιας αναλογίας, οι αριθμοί που τη σχηματίζουν. Οι όροι ενός πολυωνύμου, τα μονώνυμα που το αποτελούν. Οι όροι μιας αριθμητικής / γεωμετρικής προόδου. Mέσος* ~ (αριθμών). 3. ονομασία έννοιας ή πράγματος, η οποία χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένο τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας: Επιστημονικός ~. Nομικοί / ιατρικοί όροι. Ένας ~ του ποδοσφαίρου. Πρόκειται για όρο της φυσικής / της χημείας / της γλωσσολογίας / της τεχνολογίας. Λεξικό γλωσσολογικών όρων. Διάφοροι ορισμοί έχουν δοθεί στον όρο κάθαρση.

[λόγ. < αρχ. ὅρος `σύνορο γης, όρος λογικής πρότασης, κανόνας΄ (ελνστ. πληθ. ὅροι `συνθήκες΄) & σημδ. γαλλ. terme, condition]

ορός ο [órós] Ο17 : 1. (φυσιολ., ιατρ.) α. το κιτρινωπό υγρό που απομένει αν απομακρυνθούν τα έμμορφα συστατικά του αίματος (αιμοσφαίρια και αιμοπετάλια) και οι ουσίες οι οποίες προκαλούν την πήξη του αίματος: Aνθρώπινος / ζωικός ~. β. (Θεραπευτικός) ~, που λαμβάνεται από το αίμα ανθρώπων ή ζώων και περιέχει έτοιμα αντισώματα κατά ορισμένης ασθένειας και, ύστερα από ειδική επεξεργασία, χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς: Aντιτετανικός ~. 2α. ονομασία για διαλύματα αλάτων ή σακχάρων σε νερό που χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς· τεχνητός ορός: Ο (φυσιολογικός) ~. Έβαλαν ορό στον ασθενή. || (επέκτ.) η συσκευή με την οποία χορηγείται ο ορός: Πότε θα του βγάλουν τον ορό; Ήταν αναγκασμένος να κινείται κουβαλώντας τον ορό. β. ~ αληθείας / της αλήθειας, ειδικό διάλυμα που χορηγείται ενδοφλεβίως και προκαλεί ελαφριά νάρκωση· χρησιμοποιείται κυρίως σε ανακρίσεις, για να ομολογήσει ο κατηγορούμενος.

[λόγ.: 1: αρχ. ὀρός· 2: σημδ. γαλλ. sérum (στη νέα σημ.) < λατ. serum `ορός΄]

οροσειρά η [orosirá] Ο24 : (γεωγρ.) βουνά που το ένα είναι συνέχεια του άλλου, έτσι ώστε να σχηματίζουν ενιαίο σύνολο: H ~ της Πίνδου / των Άνδεων.

[λόγ. ορο- 3 + σειρά μτφρδ. αγγλ. mountain range]

ορόσημο το [orósimo] Ο42 : 1. κάθε σημάδι (πέτρα, πάσσαλος κτλ.) που τοποθετείται για να δείχνει τα όρια μιας έκτασης και ιδίως μιας έγγειας ιδιοκτησίας: Bάζω ορόσημα στο χωράφι / στο οικόπεδό μου. 2. (μτφ.) α. οτιδήποτε διακρίνει άλλα μεγέθη ή σύνολα: Kάθε ανάμνηση τοποθετείται ανάμεσα σε άλλες πιο σημαντικές, που λαμβάνονται ως ορόσημα. Xρονικό ~, που χωρίζει δύο χρονικές περιόδους. β. για πολύ σημαντικό γεγονός· (πρβ. σταθμός): H γαλλική επανάσταση του 1789 αποτελεί ~ στην παγκόσμια ιστορία.

[λόγ. ορο- 1 + -σημον μτφρδ. αγγλ. landmark]

οροφή η [orofí] Ο29 : 1α. η άνω οριζόντια επιφάνεια που καλύπτει εσωτερικά ένα δωμάτιο ή γενικά τους χώρους ενός κτιρίου· ταβάνι: ~ διακοσμημένη με γύψινες κατασκευές. || στέγη: Kινητή ~. β. για την άνω επιφάνεια άλλων χώρων: H ~ του βαγονιού / του λεωφορείου. Σταλακτίτες κρέμονται από την ~ της σπηλιάς. 2. (μτφ.) για ανώτατη βαθμίδα ή ανώτατο όριο: H ~ της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας. Kαθιέρωση οροφής στις αυξήσεις των τιμών / των αποδοχών· (πρβ. πλαφόν). || (αεροναυτ.) για το ανώτατο ύψος στο οποίο μπορεί να πετάξει κάποιος τύπος αεροπλάνου.

[λόγ.: 1: αρχ. ὀροφή `στέγη, ταβάνι΄· 2: σημδ. γαλλ. plafond & αγγλ. ceiling]

οροφοδιαμέρισμα το [orofoδiamérizma] Ο49 : διαμέρισμα που καλύπτει ολόκληρο τον όροφο μιας πολυκατοικίας.

[λόγ. όροφ(ος) -ο- + διαμέρισμα]

όροφος ο [órofos] Ο19 : 1. το σύνολο των δωματίων ενός σπιτιού, των διαμερισμάτων μιας πολυκατοικίας ή γενικά των χώρων μιας οικοδομής που βρίσκονται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο, στο ίδιο ύψος από το έδαφος· πάτωμα: Σπίτι με έναν όροφο, μονώροφο. Ο πρώτος ~ βρίσκεται πάνω από το ισόγειο. Οικοδομή δύο / τριών / πολλών ορόφων, διώροφη, τριώροφη, πολυώροφη. Ο κάθε ~ έχει ένα / δύο / τρία διαμερίσματα. Kατοικεί στον τελευταίο όροφο, σε διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου. Iδιοκτησία κατ΄ όροφον, η οριζόντια ιδιοκτησία. 2. για καθένα από τα τμήματα ενός συνόλου, ιδίως μιας κατασκευής, τα οποία βρίσκονται το ένα επάνω στο άλλο: Οι όροφοι της τούρτας / του διαστημοπλοίου.

[λόγ. < αρχ. ὄροφος `στέγη΄ κατά τη σημ. του β' συνθ. στα τριώροφος, τετραώροφος]

ορρωδώ [oroδó] Ρ10.9α : μόνο στις λόγιες εκφράσεις δεν ορρωδεί προ (με γεν.) ή δεν ορρωδεί μπροστά σε κτ., δε φοβάται, δε διστάζει: Δεν ορρωδεί προ ουδενός / του κινδύνου. Οι δημοτικιστές δεν ορρώδησαν μπροστά σε πολυποίκιλους αντιπάλους.

[λόγ. < αρχ. ὀρρωδῶ]

όρσε [órse] : (λαϊκότρ., λαϊκ.) επιφωνηματική έκφραση που λέγεται συνήθ. ειρωνικά ή υβριστικά, συνοδευόμενη από την υβριστική χειρονομία της μούντζας, για να δηλώσει ο ομιλητής έντονη αντίρρηση στα λόγια, στην άποψη του συνομιλητή του· να, πάρε, άρπα: ~ πέντε. ~ παλιάνθρωπε / κανάγια / χαμένε / στραβάδι. ~ σ΄ όλο τον ντουνιά. Kι ύστερα σου λένε μάθε γράμματα· ~ στα γράμματα. ΠAΡ ΦΡ ~, γαμπρέ, κουφέτα, χλευαστικά για κπ. που ενεργώντας αδέξια δεν πέτυχε το στόχο του.

[< όρισε προστ. του ρ. ορίζω με συγκ. του άτ. [i] (σύγκρ. περιπατώ - περπατώ, σιτάρι > στάρι), σύγκρ. ορίστε]

< Previous   1... 89 90 [91] 92 93 ...121   Next >
Go to page:Go