Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ο*
1,210 items total [891 - 900]
ορογένεση η [orojénesi] Ο33 : (γεωλ.) το σύνολο των διαδικασιών σχηματισμού ενός όρους ή μιας οροσειράς: Aλπική ~.

[λόγ. < γαλλ. orogenèse < oro- = ορο- 3 + -genèse = -γένε(σις) -ση]

ορογόνος -ος -ο [oroγónos] Ε14 : (ανατ.) για όργανο του σώματος που παράγει, που εκκρίνει ορό: ~ υμένας / θύλακας.

[λόγ. ορο- 2 + -γόνος μτφρδ. γαλλ. séreuse]

οροθεσία η [oroθesía] Ο25 : η οροθέτηση.

[λόγ. < ελνστ. ὁροθεσία]

οροθέτηση η [oroθétisi] Ο33 : εντοπισμός των ακραίων σημείων μιας επιφάνειας ή χάραξη των ορίων ανάμεσα στα τμήματα στα οποία αυτή χωρίζεται· οριοθέτηση1: ~ οικισμού.

[λόγ. οροθετη- (οροθετώ) -σις > -ση]

οροθετικός 1 -ή -ό [oroθetikós] Ε1 : που έχει σχέση με την οροθέτηση: Οροθετική γραμμή, η γραμμή των συνόρων ανάμεσα σε δύο κράτη και με επέκταση για οποιοδήποτε άλλο όριο.

[λόγ. οροθε(σία) -τικός]

οροθετικός 2 -ή -ό : για πρόσωπο στο αίμα του οποίου έχουν ανιχνευθεί αντισώματα ενός συγκεκριμένου ιού. || (ως ουσ.).

[λόγ. ορο- 2 + θετικός μτφρδ. αγγλ. seropositive]

οροθετώ [oroθetó] -ούμαι Ρ10.9 : εντοπίζω τα ακραία σημεία μιας επιφάνειας ή χαράζω τα όρια ανάμεσα στα τμήματα στα οποία αυτή χωρίζε ται· οριοθετώ1.

[λόγ. < ελνστ. ὁροθετῶ]

ορολογία η [orolojía] Ο25 : το σύνολο των ειδικών όρων που χρησιμοποιούνται σε μια επιστήμη, τέχνη, τεχνική ή άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα: Επιστημονική / τεχνική ~. Iατρική / νομική / γλωσσολογική ~. Γνώ ση της ορολογίας. Ελληνική / διεθνής ~.

[λόγ. όρ(ος)3 -ο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. terminologie (-logie = -λογία)]

ορολογικός -ή -ό [orolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ορολογία.

[λόγ. ορολογ(ία) -ικός]

οροπέδιο το [oropéδio] Ο40 : μεγάλη έκταση γης, επίπεδη ή κάπως κυμα τοειδής, που βρίσκεται επάνω σε βουνό· (πρβ. υψίπεδο): Tο ~ του Ομαλού.

[λόγ. < ελνστ. ὀροπέδιον]

< Previous   1... 88 89 [90] 91 92 ...121   Next >
Go to page:Go