Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ο*
1,210 items total [821 - 830]
ορθοστάτης ο [orθostátis] Ο10 : αντικείμενο που τοποθετείται κατακόρυφα ως στήριγμα σε διάφορες κατασκευές: ~ βιβλιοθήκης. Οι ορθοστάτες της σκηνής / της ξύλινης στέγης.

[λόγ. < αρχ. ὀρθοστάτης]

ορθοστατικός -ή -ό [orθostatikós] Ε1 : (ιατρ.) α. που έχει σχέση με την ορθοστασία και ιδίως που οφείλεται σ΄ αυτή: Ορθοστατική λευκωματουρία / υπόταση. β. που έχει σχέση με την όρθια στάση του ανθρώπου: Ορθοστατικό σύνδρομο.

[λόγ. < διεθ. ortho- = ορθο- 1 + static < αρχ. στα τ(ός) `που στέκεται΄ -ic = -ικός]

ορθόστηθος -η -ο [orθóstiθos] Ε5 : (λογοτ.) που έχει όρθιο στήθος: Ορθόστηθη γυναίκα, που οι μαστοί της είναι στητοί σε σχέση με το σώμα της.

[λόγ. ορθο- 1 + στήθ(ος) -ος]

ορθότητα η [orθótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα αυτού που είναι ορθός, σωστός, όχι εσφαλμένος: H ~ μιας γνώμης / μιας ενέργειας. Aμφισβητήθηκε η ~ της δικαστικής απόφασης.

[λόγ. < αρχ. ὀρθότης, αιτ. -ητα]

ορθοτομώ [orθotomó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) αναλύω, ερμηνεύω κτ. σωστά.

[λόγ. < ελνστ. ὀρθοτομῶ]

ορθοτροπισμός ο [orθotropizmós] Ο17 : (βοτ.) η ιδιότητα των φυτών να αναπτύσσονται κατευθείαν προς τα πάνω.

[λόγ. < διεθ. ortho- = ορθο- 1 + αρχ. τροπ(ή) `στροφή΄ -isme = -ισμός]

ορθοφρονώ [orθofronó] Ρ10.9α : (λόγ.) σκέφτομαι λογικά ή σωστά.

[λόγ. < μσν. ορθοφρονώ < ορθο- 1 + φρονώ (διαφ. το αρχ. επίθ. ὀρθόφρων `με ερεθισμένο νου΄)]

ορθοφροσύνη η [orθofrosíni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) λογική ή ορθή σκέψη.

[λόγ. ορθο(φρονώ) -φροσύνη κατά το σχ.: σωφρονώ - σωφροσύνη]

ορθοφωνία η [orθofonía] Ο25 : σωστή, κανονική προφορά των λέξεων: Mαθήματα ορθοφωνίας, για τη διόρθωση σχετικών σφαλμάτων ή αδυναμιών.

[λόγ. < γαλλ. orthophonie < ortho- = ορθο- 1 + -phonie = -φωνία]

ορθρινός -ή -ό [orθrinós] Ε1 : (λόγ.) πρωινός.

[λόγ. < ελνστ. ὀρθρινός]

< Previous   1... 81 82 [83] 84 85 ...121   Next >
Go to page:Go