Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ο*
1,210 items total [1011 - 1020]
ουά [uá] (άκλ.) : (παιδ.) ηχομιμητική λέξη που μιμείται το κλάμα του μωρού.

[ηχομιμ.]

ουαί [ué] επιφ. : 1. επιτατικό στην εκφορά ~ και αλίμονο: ~ και αλίμονο, αν κρινόταν το μέλλον τους από αυτόν, αλίμονό τους. 2. (απαρχ.) ΦΡ ~ τοις ηττημένοις, αλίμονο στους ηττημένους.

[λόγ. < ελνστ. οὐαί]

ουαλικός -ή -ό [ualikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Ουαλία ή στους Ουαλούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς.

[λόγ. Ουαλ(ία) -ικός < αγγλ. Wal(es) -ία (ορθογρ. δαν.)]

ουάου [uáu] επιφ. : (προφ.) χρησιμοποιείται απολύτως και δηλώνει θαυμασμό και ικανοποίηση: ~, τι αμάξι ήταν αυτό!

[λόγ. < αγγλ. wow]

ουβερτούρα η [uvertúra] Ο25α : (μουσ.) εισαγωγή, προοίμιο ενός μουσικού έργου· πρελούντιο. ANT φινάλε.

[ιταλ. overtura με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ]

ουγγαρέζικος -η -ο [uŋgarézikos] Ε5 : ουγγρικός: Ουγγαρέζικο άλογο. || (ως ουσ.) τα ουγγαρέζικα, η ουγγρική γλώσσα.

[Ουγγαρέζ(ος) -ικος < παλ. ιταλ. ungar(o) [úŋg-] -έζος]

ουγγιά η [ungá] Ο24 : υποδιαίρεση της λίβρας που χρησιμοποιείται: α. ειδικά για τα πολύτιμα μέταλλα (1/12 της λίβρας ή 31,10 γραμμάρια). β. γενικότερα στην Aγγλία και στις HΠA (1/16 της λίβρας ή 28,35 γραμμάρια).

[αρχ. οὐγγία, οὐγκία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. uncia]

ουγγρικός -ή -ό [uŋgrikós] Ε1 : που ανήκει ή γενικά αναφέρεται στην Ουγγαρία ή στους Ούγγρους· ουγγαρέζικος: H ουγγρική κυβέρνηση / τέχνη / λογοτεχνία. || (ως ουσ.) τα ουγγρικά, η ουγγρική, η ουγγρική γλώσ σα. ουγγρικά ΕΠIΡΡ στην ουγγρική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. Ούγγρ(ος) -ικός < παλ. γερμ. Ugr(er) (πληθ.) -οι]

ούγια η [úja] Ο25α : 1. ειδική ύφανση στις άκρες ενός υφάσματος, έτσι ώστε αυτό να μην ξεφτίζει: Ραφή ~ με ~. Στην ~ είναι γραμμένη η φίρμα του εργοστασίου. 2. (λογοτ.) η άκρη μιας επιφάνειας: H ~ της ακρογιαλιάς / του δάσους / του σύννεφου.

[ίσως αντδ. < τουρκ. oya (< αραβ;) < ελνστ. ᾤα, αρχ. σημ.: `δέρμα προβάτου΄, αρχ. ὄα]

ουδαμού [uδamú] επίρρ. τοπ. : (απαρχ., με γεν.) πουθενά: ~ της γης / της οικουμένης, πουθενά σε ολόκληρη τη γη / την οικουμένη.

[λόγ. < αρχ. οὐδαμοῦ]

< Previous   1... 100 101 [102] 103 104 ...121   Next >
Go to page:Go