Dictionary of Standard Modern Greek
| 808 items total [701 - 710] | << First < Previous Next > Last >> |
- ξομολογώ [ksomoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ.) εξομολογώ. 1. για το μυστήριο της εξομολόγησης: Πήγα να ξομολογηθώ. 2. προσπαθώ να μάθω από κπ. ορισμένο μυστικό: Tην ξομολογούσε τόση ώρα, για δυο πρόσωπα που συζητούν παράμερα και μυστικά.
[μσν. ξομολογώ < ελνστ. ἐξομολογῶ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- ξόμπλι το [ksómbli] Ο44 : (λαϊκότρ.) κέντημα, στολίδι πάνω σε ύφασμα.
[μσν. ξόμπλι, ξέμπλι < εξόμπλιον (αποβ. του αρχικού άτ. φων., αποφυγή της χασμ. και αποβ. τελικού συμφ.) υποκορ. του ελνστ. ἔξομπλον < ἔξεμπλον ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < λατ. exempl(um) -ον]
- ξομπλιάζω [ksomblázo] Ρ2.1α μππ. ξομπλιασμένος : (λαϊκότρ.) 1. κεντώ, στολίζω. 2. (μτφ.) κουτσομπολεύω κπ.
[μσν. ξομπλιάζω < εξομπλιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξόμπλ(ιον δες στο ξόμπλι) -ιάζω]
- ξόμπλιασμα το [ksómblazma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξομπλιάζω.
[μσν. ξομπλίασμα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ξομπλιασ- (ξομπλιάζω) -μα]
- ξομπλιαστός -ή -ό [ksomblastós] Ε1 : (λαϊκότρ.) ξομπλιασμένος, κεντημένος.
[ξομπλιασ- (ξομπλιάζω) -τός]
- ξομπλιάστρα η [ksomblástra] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. η κεντήστρα. 2. η κουτσομπόλα.
[ξομπλιασ- (ξομπλιάζω) -τρα]
- ξοπίσω [ksopíso] επίρρ. : (λαϊκότρ.) από πίσω, πίσω: Έτρεξαν ~ του λαχανιασμένοι. Mπρος αυτός ~ οι άλλοι. Tρεις συμφορές η μια ~ από την άλλη, η μια μετά την άλλη, πίσω από την άλλη.
[μσν. ξοπίσω < αρχ. ἐξοπίσω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- ξόρκι το [ksórki] Ο44 : συμβολικά μαγικά λόγια που σκοπό έχουν να διώξουν τα κακά πνεύματα: Έκανε το σταυρό της και είπε διάφορα ξόρκια. Όλοι μαζί λέγανε διάφορα ξόρκια.
[ξορκ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]
- ξορκίζω [ksorkízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.απομακρύνω, διώχνω τα κακά πνεύματα με ξόρκια ή με άλλα μαγικά μέσα: Για να ξορκίσουν το κακό μάτι. Ξορκίστηκε το κακό κι έφυγε από πάνω του. || Nα ξορκίσουμε το κακό παρελθόν / τις μνήμες του εμφυλίου. || (μππ. και ως ουσ.): Aυτά τα κάνανε εκείνοι οι ξορκισμένοι, οι καταραμένοι. ΦΡ ξορκισμένο(ς) να ΄ναι (με τον απήγανο), για κτ. που απευχόμαστε ή για κπ. που μας είναι εξαιρετικά ανεπιθύμητος. 2. (οικ.) εξορκίζω1: Σε ~ να μην το κάνεις.
[μσν. ξορκίζω < ελνστ. ἐξορκίζω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.), αρχ. σημ.: `επιβάλλω όρκο σε κπ.΄]



