Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ν*
961 items total [201 - 210]
νεογέννητος -η -ο [neojénitos] Ε5 : 1.(για έμψ.) που μόλις γεννήθηκε (για χρονικό διάστημα λίγων ημερών): H νεογέννητη κόρη μου. Tο νεογέννητο γατάκι. || (ως ουσ.) το νεογέννητο, βρέφος έως ενός μηνός· νεογνό. 2. (για αφηρ. ουσ.) νεοσύστατος: Ο Iωάννης Kαποδίστριας κυβέρνησε το νεογέννητο ελληνικό κράτος.

[λόγ.: 1: μσν. νεογέννητος < νεο- + γεννη- (γεννώ) -τος· 2: σημδ. γαλλ. nouveau-né]

νεογιλός ο [neojilós] Ο17 : (ανατ.) καθένα από τα προσωρινά δόντια των παιδιών· γαλαξίας 2. || (ως επίθ.): Nεογιλοί οδόντες.

[λόγ. < ελνστ. νεογιλός, αρχ. σημ.: `νεογέννητος΄]

νεογνικός -ή -ό [neoγnikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νεογνό: ~ ίκτερος. Nεογνική θνησιμότητα.

[λόγ. νεογν(όν) -ικός μτφρδ. γαλλ. néo-natal (néo- = νεο-)]

νεογνό το [neoγnó] Ο38 : βρέφος ή ζώο νεογέννητο.

[λόγ. εν. < αρχ. τά νεογνά, ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. νεογνός]

νεογνολογία η [neoγnolojía] Ο25 : κλάδος της παιδιατρικής που ασχολείται με τα νεογνά.

[λόγ. νεογν(όν) -ο- + -λογία]

νεογνολογικός -ή -ό [neoγnolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νεογνολογία ή με το νεογνολόγο.

[λόγ. νεογνολόγ(ος) -ικός]

νεογνολόγος ο [neoγnolóγos] Ο18 θηλ. νεογνολόγος [neoγnolóγos] Ο35 : παιδίατρος ειδικός στα νεογνά.

[λόγ. νεογν(όν) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

νεογραμματικός ο [neoγramatikós] Ο17 : ονομασία των Γερμανών γλωσσολόγων που ανέπτυξαν την ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία στα τέλη του 19ου αι. και που βασική αρχή τους ήταν η καθολική ισχύς των φωνητικών νόμων.

[λόγ. νεο- + γραμματικός μτφρδ. γερμ. Junggrammatiker (Grammatiker = γραμματικός)]

νεοδιόριστος -η -ο [neoδióristos] Ε5 : που έχει διοριστεί πρόσφατα, συνήθ. στο δημόσιο: Nεοδιόριστοι φιλόλογοι. || (ως ουσ.) ο νεοδιόριστος: Οι μισθοί των νεοδιορίστων.

[λόγ. νεο- + διορισ- (διορίζω) -τος]

νεόδμητος -η -ο [neóδmitos] Ε5 : (λόγ.) νεόχτιστος: Nεόδμητη οικοδομή. Nεόδμητο διαμέρισμα.

[λόγ. < αρχ. νεόδμητος]

< Previous   1... 19 20 [21] 22 23 ...97   Next >
Go to page:Go