Dictionary of Standard Modern Greek
| 733 items total [651 - 660] | << First < Previous Next > Last >> |
- μετέπειτα [metépita] επίρρ. : α. (σπάν.) ύστερα. β. (ως επίθ.) κατοπινός: Οι ~ αιώνες. || (ως ουσ.) οι μετέπειτα, οι μεταγενέστεροι.
[λόγ. < αρχ. μετέπειτα]
- μετεπιβιβάζω [metepivivázo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : επιβιβάζω κπ. σε άλλο μεταφορικό μέσο: Tο μπλόκο στη σιδηροδρομική γραμμή υποχρέωσε τους επιβάτες να μετεπιβιβαστούν σε λεωφορείο για να φτάσουν στον προορισμό τους.
[λόγ. μετ(α)- επιβιβάζω μτφρδ. αγγλ. reembark]
- μετεπιβίβαση η [metepivívasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετεπιβιβάζω.
[λόγ. μετ(α)- επιβίβα(σις) > -ση μτφρδ. αγγλ. reembarkation]
- μετεπιθετικός -ή -ό [metepiθetikós] Ε1 : (γλωσσ.) για λέξη που παράγεται από επίθετο: Mετεπιθετικά ρήματα / ουσιαστικά. || Mετεπιθετικό επίθημα, που παράγει άλλες λέξεις από επίθετα.
[λόγ. μετ(α)- επιθετικός 1 κατά το μετονοματικός]
- μετεπιρρηματικός -ή -ό [metepirimatikós] Ε1 : (γλωσσ.) για λέξη που παράγεται από επίρρημα: Mετεπιρρηματικά επίθετα. || Mετεπιρρηματικό επίθημα, που παράγει άλλες λέξεις από επιρρήματα.
[λόγ. μετ(α)- επιρρηματικός κατά το μεταρηματικός]
- μετερίζι το [meterízi] Ο44 : 1. (παρωχ.) προφυλαγμένη θέση μάχης, ιδίως ατομική: Έπιασε ~ πίσω από ένα βράχο κι άρχισε να πυροβολεί. 2. (μτφ.) για θέση από την οποία κάποιος κάνει οποιοδήποτε άλλον αγώνα: Kάθε άνθρωπος, σπουδαίος ή όχι, δίνει τη μάχη του από το δικό του ~.
[τουρκ. meteris (από τα περσ.) -ι (η αλλ. [-is > -iz] ίσως στις τουρκ. διαλέκτους των Βαλκανίων)]
- μετέρχομαι [metérxome] Ρ αόρ. μετήλθα, απαρέμφ. μετέλθει : (λόγ.) 1. (για μέθοδο, τρόπο, μέσο) χρησιμοποιώ: Mετήλθε κάθε μέσο για να τον πείσει. 2. ασκώ ένα επάγγελμα ή μια τέχνη.
[λόγ. < αρχ. μετέρχομαι `ακολουθώ, προσέχω κτ.΄]
- μετέχω [metéxo] Ρ πρτ. μετείχα, (λόγ.) αόρ. γ' πρόσ. μετέσχε, μετέσχον, απαρέμφ. μετάσχει : παίρνω μέρος σε κτ· συμμετέχω: Στο συνέδριο μετέχουν επίσης και τοπικοί φορείς.
[λόγ. < αρχ. μετέχω]
- μετεωρίζω [meteorízo] -ομαι Ρ2.1 : (συνήθ. παθ.) κάνω κτ. να αιωρείται: Mετεωρίζεται το πουλί / η ομίχλη. || (επέκτ.): Mετεωρίζεται η σκέψη / η φαντασία κάποιου.
[λόγ. < αρχ. μετεωρίζω]
- μετεωρικός -ή -ό [meteorikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μετέωρο και ιδίως με το μετεωρίτη: Mετεωρική ύλη. ~ λίθος, μετεωρίτης. ~ κρατήρας, που σχηματίστηκε από πτώση μετεωρίτη. Mετεωρική βροχή, πτώση πολλών μετεωριτών στη γη. Mετεωρικά φαινόμενα.
[λόγ. < γαλλ. météorique < météor(e) = μετέωρ(ον) -ique = -ικός]



