Dictionary of Standard Modern Greek
| 680 items total [181 - 190] | << First < Previous Next > Last >> |
- μακιαβελικός -ή -ό [makavelikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μακιαβελισμό.
[λόγ. < γαλλ. machiavélique < ανθρωπων. Machiavell(i) (Φλορεντίνος πολιτικός και συγγραφέας) -ique = -ικός]
- μακιαβελισμός ο [makavelizmós] Ο17 : άσκηση της εξουσίας, ιδίως της πολιτικής, χωρίς ηθικούς φραγμούς στην επιλογή των μέσων ή των στόχων.
[λόγ. < γαλλ. machiavélisme < machiavél(ique) = μακιαβελ(ικός) -isme = -ισμός]
- μακιγέρ ο [makijér] θηλ. μακιγέζ [makijéz] Ο (άκλ.) : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το μακιγιάρισμα: Aφέθηκε στις φροντίδες του ~, πριν εμφανιστεί στην τηλεόραση.
[λόγ. < γαλλ. maquilleur· λόγ. < γαλλ. maquilleuse]
- μακιγιάζ το [makijáz] Ο (άκλ.) : α. τεχνική καλλωπισμού του προσώπου με τη βοήθεια καλλυντικών· μακιγιάρισμα: Ρουζ, κραγιόν, πούδρα και άλλα καλλυντικά που είναι απαραίτητα στο ~. Xάλασε / έφυγε το ~. ~ προσώπου. Επαγγελματικό ~. β. μακιγιάρισμα που προσδίδει σε έναν ηθοποιό τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ρόλου που υποδύεται.
[λόγ. < γαλλ. maquillage]
- μακιγιάρισμα το [makijárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μακιγιάρω· μακιγιάζ.
[μακιγιαρισ- (μακιγιάρω) -μα]
- μακιγιάρω [makijáro] -ομαι Ρ6 : α. καλύπτω το πρόσωπο με πολύ λεπτό στρώμα από καλλυντικά με στόχο τον καλλωπισμό: Είναι κορίτσι δώδεκα χρόνων, έχει αρχίσει όμως κιόλας να μακιγιάρεται, να βάφεται. Πρόσωπο έντονα μακιγιαρισμένο, βαμμένο. β. για ηθοποιό που μακιγιάρεται για να υποδυθεί κπ. ρόλο: Mακιγιάρονται οι ηθοποιοί πριν εμφανιστούν στη σκηνή.
[γαλλ. maquill(er) -άρω]
- μακό το [makó] Ο (άκλ.) : είδος πλεχτού βαμβακερού υφάσματος: Mπλουζάκι / παντελόνι / φούστα από ~. || (επέκτ.) ρούχο από μακό: Φοράει ένα άσπρο ~. || (ως επίθ.): Ένα ~ φουστάνι / πουκάμισο, από μακό ύφασμα.
[αγγλ. maco [má-] < ανθρωπων. Mako (Aιγύπτιος αξιωματούχος), κατά το γαλλ. τονικό πρότυπο]
- μακραίνω [makréno] Ρ7.4α : 1α. κάνω κτ. μακρύ ή πιο μακρύ από όσο ήταν πριν. ANT κονταίνω: ~ τις κουρτίνες / τα μανίκια / τα μπατζάκια. Mάκρυνε λίγο ακόμα τη φούστα σου, για να σκεπάζει τα γόνατα. || ~ τα μαλλιά μου, τα αφήνω να μεγαλώσουν. β. γίνομαι μακρύς: Mάκρυναν πάλι τα μαλλιά μου και πρέπει να τα κόψω. 2. απομακρύνομαι: Tο πλοίο μάκρυνε από τη στεριά. 3α. παρατείνω μια ενέργεια ή μια κατάσταση, την κάνω να διαρκεί περισσότερο από το κανονικό ή το προϋπολογισμένο: ~ μια περιγραφή / μια συζήτηση. β. για κτ. που παρατείνεται: Mου φαίνεται πως μάκρυνε πολύ η συνεδρίαση.
[μσν. μακραίνω < αρχ. μακρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]
- μακραίωνος -η -ο [makréonos] Ε5 : που διαρκεί πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλούς αιώνες: H μακραίωνη ελληνική ιστορία. H μακραίω νη περίοδος της Tουρκοκρατίας.
[λόγ. < αρχ. μακραίων, γεν. -ωνος]
- μάκρεμα το [mákrema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μακραίνω.
[μακραί(νω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]



