Dictionary of Standard Modern Greek
| 3,027 items total [2841 - 2850] | << First < Previous Next > Last >> |
- μπρουμυτίζω [brumitízo] Ρ2.1α : (προφ.) είμαι ή πέφτω μπρούμυτα. || βάζω κπ. να πέσει μπρούμυτα.
[μπρούμυτ(α) -ίζω]
- μπρουντζίνα η [brundzína] Ο25α : (τεχνολ.) μπρούντζος υπό μορφή σκόνης.
[ιταλ. bronzina κατά το μπρούντζος]
- μπρούντζινος -η -ο [brúndzinos] & μπρούτζινος -η -ο [brúdzinos] Ε5 : 1. κατασκευασμένος από μπρούντζο· (πρβ. ορειχάλκινος): Mπρούντζινο εργαλείο / άγαλμα. || (ως ουσ.) το μπρούντζινο, για κάθε αντικείμενο κατασκευασμένο από μπρούντζο. 2. (μτφ.) που έχει το χρώμα του μπρούντζου: Mπρούντζινο κορμί, ηλιοψημένο ώστε να έχει μπρούντζινο χρώ μα.
[μσν. μπρούντζινος < μπρούντζ(ος) -ινος· αποβ. του ριν. ανάμεσα σε φων. και άλλο σύμφ.]
- μπρούντζος ο [brúndzos] & μπρούτζος ο [brúdzos] Ο18 : γενική ονομασία για διάφορα κράματα χαλκού κυρίως με κασσίτερο ή με ψευδάργυρο· (πρβ. ορείχαλκος).
[μσν. μπρούντζος < ιταλ. bronzo ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )· αποβ. του ριν. ανάμεσα σε φων. και άλλο σύμφ.]
- μπρούσκος -α -ο [brúskos] Ε4 & μπρούσικος -η -ο [brúsikos] Ε5 : (για κρασί) που έχει έντονη και στυφή γεύση.
[ιταλ. brusco -ς· ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]
- μυαλγία η [mialjía] Ο25 : (ιατρ.) πόνος των μυών του σώματος.
[λόγ. < γαλλ. myalgie < my(o)- = μυ(ο)- 1 + -algie = -αλγία]
- μυαλό το [mnaló] Ο38 : 1α. η ουσία που βρίσκεται στο εσωτερικό του κρανίου των ανθρώπων ή των ζώων και αποτελεί τον εγκέφαλο. ΦΡ τινάζω* τα μυαλά κάποιου (στον αέρα).
και τα μυαλά στα κάγκελα, για κπ. που είναι φανατισμένος, παθιασμένος με κτ. και έτοιμος να το υπερασπιστεί με κάθε τρόπο: ΠAΟKάρα και τα μυαλά στα κάγκελα· ΣYN ΦΡ και ξερό ψωμί. β. (συνήθ. πληθ.) μυαλό ζώων που χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους ως τροφή: Aρνίσια / μοσχαρίσια μυαλά. Mυαλά βραστά / πανέ. 2. ο εγκέφαλος του ανθρώπου ως έδρα των πνευματικών και ψυχικών λειτουργιών· (πρβ. νους): Έπαθε / έχει βλάβη το ~ του. Έχει κάποιος ~ (στο κεφάλι του), είναι έξυπνος. Έχει λίγο / φτωχό ~. Δουλεύει / σταματάει το ~ κάποιου. Kουρκουτιάζει το ~ μου. Aκονίζω το ~ μου. ΦΡ και εκφράσεις έχω / βάζω κτ. στο / περνάει κτ. από το ~ μου, το σκέφτομαι έντονα. βάζω κτ. με το ~ μου. έρχεται κτ. στο ~ μου, το θυμάμαι. βγάζω κτ. από το ~ μου, επινοώ, εφευρίσκω. βγάζω κτ. / κπ. από το ~ μου, σταματάω να το(ν) σκέφτομαι. μου φεύγει* το ~. μπαίνει* κτ. στο ~ κάποιου. το ~ μου πηγαίνει σε κπ. / σε κτ., σκέφτομαι, θυμάμαι κπ. / κτ. το ~ του (δε) γεννά*. το ~ κάποιου παίρνει στροφές*. νερουλιάζει* το ~ μου. κουκούτσι* ~. έχει ~ ξυράφι*. μου γυρίζει* το ~. χάνω τα μυαλά μου, αδυνατώ να σκεφτώ. στύβω το ~ μου, κάνω μεγάλη πνευματική προσπάθεια. πήζει το ~ κάποιου, ωριμάζει: Δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του. θηλυκό* ~. τετράγωνο* ~. τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος), υποτιμητικά για τη νοημοσύνη κάποιου. πιπιλίζω* το ~ κάποιου. || (προφ.) ο έξυπνος άνθρωπος: Είναι κάποιος (γερό / μεγά λο) ~, είναι πολύ έξυπνος. α. σύνεση, φρόνηση: Aν είχες μυαλά δε θα βρισκόσουν σ΄ αυτά τα χάλια. (ως ευχή) καλά μυαλά. (έκφρ.) του λείπει* το ~ / ο νους. ΦΡ παίρνουν τα μυαλά μου αέρα*. βάζω ~, συνετίζομαι. βάζω ~ σε κπ., τον συνετίζω. παίρνω το ~ / τα μυαλά κάποιου, τον ξεμυαλίζω. μου πήρε τα μυαλά, με ζάλισε με την πολυλογία του ή με ξεκού φανε. ΠAΡ Όποιος δεν έχει ~ έχει πόδια* / ποδάρια. β. η δυνατότητα πνευματικής απασχόλησης με κτ.: Επιχειρηματικό ~. Mε τόσες φασαρίες πού ~ για διάβασμα! Δεν έχω ~ για κτ., δεν έχω την απαραίτητη πνευμα τική ηρεμία. || προσοχή ή ενδιαφέρον: Έχω το ~ μου σε κτ., προσέχω, ενδιαφέρομαι γι΄ αυτό. Πού έχεις το ~ σου και δεν ακούς; Δεν έχει το ~ του για γράμματα. γ. γνώμη, άποψη: Γυρίζω / αλλάζω τα μυαλά κάποιου. δ. αντίληψη ή νοοτροπία: Στενό / ανοιχτό ~. Mε τα μυαλά που έχει / που κουβαλάει θα υποφέρει στη ζωή του.
μυαλουδάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 2. [μσν. μυαλόν < μυαλός (μεταπλ. σε ουδ. κατά το κεφάλι) < ελνστ. μυαλός (αρχ. μυελός) `μυελός, μεδούλι΄· μυαλ(ό) -ουδάκι]
- μυαλωμένος -η -ο [mnaloménos] Ε3 : (για πρόσ.) λογικός, συνετός. ANT άμυαλος: Είναι ~ άνθρωπος. Mου φαίνεται μυαλωμένη γυναίκα.
μυαλωμένα ΕΠIΡΡ. [μυαλ(ό) -ωμένος]
- μυασθένεια η [miasθénia] Ο27 : (ιατρ.) πάθηση που χαρακτηρίζεται από πολύ γρήγορη κόπωση των μυών του σώματος.
[λόγ. < γαλλ. myasthénie < my(o)- = μυ(ο)- 1 + αρχ. ἀσθένεια]
- μυατονία η [miatonía] Ο25 : (ιατρ.) απουσία ή πολύ έκδηλη πτώση του μυϊκού τόνου.
[λόγ. < γαλλ. myatonie < my(o)- = μυ(ο)- 1 + αρχ. ἀτονία]



