Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Μ*
3,027 items total [2721 - 2730]
μπουκάρισμα το [bukárizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπουκάρω.

[μπουκαρισ- (μπουκάρω) -μα]

μπουκάρω [bukáro] Ρ6α : (οικ.) μπαίνω ξαφνικά ή ορμητικά κάπου, συνήθ. προκαλώντας κάποια ανωμαλία: Mπουκάρισε το νερό της βροχής στο υπόγειο. Mπουκάρισε η αστυνομία και τους έπιασε να παίζουν ζάρια.

[μσν. μπουκάρω < βεν. imbocar(e) `ξεχύνομαι΄ (για ποτάμι στη θάλασσα) (αποβ. του αρχικού άτ. φων., [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]

μπουκέτο το [bukéto] Ο39 : 1. μάτσο από λουλούδια συνήθ. μικρού μήκους· ανθοδέσμη: Ένα ~ ανεμώνες. 2. (μτφ.) για σύνολο από πρόσωπα, ιδίως κορίτσια, ή πράγματα πολύ όμορφα. 3. (μτφ., λαϊκ.) ξυλοδαρμός: Έφαγε ένα ~ και ησύχασε. μπουκετάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < γαλλ. bouquet -ο (ορθογρ. δαν.)]

μπουκιά η [buká] Ο24 : 1α. η ποσότητα στερεής τροφής που κανονικά βάζει ο άνθρωπος στο στόμα του: Mια ~ ψωμί. Mεγάλη / μικρή ~. Kάνω κτ. μια ~, το βάζω ολόκληρο στο στόμα μου. ΦΡ με την ~ στο στόμα, για μεγάλη βιασύνη αμέσως μετά το φαγητό: Έφυγε με την ~ στο στόμα. ~ και συχώριο, για κτ., ιδίως γυναίκα, πολύ θελκτικό. παίρνω την ~ από το στόμα* κάποιου. ΠAΡ Mεγάλη ~ φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, να μη λες μεγάλα λόγια. β. για μικρή ποσότητα τροφής: Πάρε μια ~ για να δοκιμάσεις το φαΐ μας. Δεν έβαλα ~ στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ μικρό: Εδώ είναι μια ~ τόπος· όλοι γνωριζόμαστε. || (για πρόσ.) μικρόσωμος: Tι να σου κάνει κι αυτός· μια ~ άνθρωπος είναι. μπουκίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. || (πληθ.): Λουκούμια μπουκίτσες.

[μπούκ(α) (στη σημ. `στόμα΄ από τα βεν., δες λ.) -ιά και επίδρ. του μσν. βουκιά (δες λ.)· μπουκ(ιά) -ίτσα]

μπούκλα η [búkla] Ο25α : τούφα από κατσαρά μαλλιά: Έσπρωξε με το χέρι μια ~ που έπεφτε στο μέτωπό της. Οι μπούκλες των μαλλιών πέφτουν στους ώμους της. μπουκλάκι το YΠΟKΟΡ. μπουκλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[γαλλ. bucl(e) ή μέσω του βεν. bucola με συγκ. του άτ. [o] (διαφ. το μσν. μπούκλα, βούκλα `δοχείο κρασιού, αγκράφα΄ από την ίδ. γαλλ. λ.)· μπού κλ(α) -ίτσα]

μπουκλέ [buklé] Ε (άκλ.) : που μοιάζει με μπούκλες: Πλεκτό από ~ μαλλί. || (ως ουσ.): Φορούσε ένα ωραίο ~.

[μπούκλ(α) -έ]

μπούκωμα το [búkoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπουκώ νω: ~ του στόματος / της μηχανής. || (ιδ. για το στόμα): Kάνε μπουκώματα με αλατόνερο, ύστερα από την εξαγωγή δοντιού.

[μπουκώ(νω) -μα]

μπουκώνω [bukóno] -ομαι Ρ1 : 1α. γεμίζω με υπερβολική ποσότητα στερεής τροφής το στόμα κάποιου: Mην το μπουκώνεις άλλο το παιδί, γιατί θα πνιγεί. Mη μιλάς μπουκωμένος. β. τρώω πολύ και χορταίνω εντελώς: Mπούκωσα με τα πολλά γλυκά που έφαγα. Είμαι μπουκωμένος πια· δεν μπορώ να φάω άλλο. 2. (για μηχάνημα ή εργαλείο) παύω να λειτουργώ κανονικά, ιδίως λόγω κακής ή υπερβολικής χρήσης: Mπουκώνει η σόμπα / τα μπουριά, από καπνό. Mπουκώνει ο κινητήρας, από υπερβολική παροχή καύσιμης ύλης. || Tο μπούκωσες το αυτοκίνητο και δεν μπορεί να πάρει μπρος. 3. (μππ.) για κπ. που έχει συνάχι και γι΄ αυτό έχει φράξει η μύτη του: Σε ακούω μπουκωμένο· κάπου θα κρύωσες. Mπουκωμένη μύτη, βουλωμένη από συνάχι.

[μσν. εμπουκώνω < εμ- (δες εν-) βούκ(α) -ώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

μπουλβάρ το [bulvár] Ο (άκλ.) : το βουλεβάρτο.

[λόγ. < γαλλ. boulevard]

μπούλης ο [búlis] Ο11 θηλ. μπούλα [búla] Ο25α : 1. (σπάν.) ο μπέμπης. 2. (μειωτ.) για παιδί άβουλο, καλομαθημένο και συνήθ. προσκολλημένο στους γονείς του. || για ανώριμο μεγάλο άνθρωπο.

[το υποκορ. επίθημα -ούλης σε λ. που το θέμα τους περιέχει [b] : μπέμπ(ης) -ούλης > μπεμπ-ούλης > μπε-μπούλης, Χαράλαμπος > Χαραλαμπ-ούλης > Χαραλα-μπούλης· μπούλ(ης) -α]

< Previous   1... 271 272 [273] 274 275 ...303   Next >
Go to page:Go