Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Μ*
3,027 items total [2821 - 2830]
μπριζόλα η [brizóla] Ο25 : λεπτή φέτα κρέατος που αντιστοιχεί στο κόκαλο ενός πλευρού και τρώγεται ιδίως ψητή: Mοσχαρίσια / χοιρινή ~. Θα παραγγείλω μια ~ με πατάτες. μπριζολίτσα η YΠΟKΟΡ. μπριζολά κι το YΠΟKΟΡ μικρή μπριζόλα ιδίως αρνίσια ή κατσικίσια.

[ιταλ. (διαλεκτ.) *brisola (πρβ. βεν. brisiola (προφ. [sio] ) & γερμ. (διαλεκτ.) Brisole < ιταλ. *brisola)· μπριζόλ(α) -ίτσα]

μπρικ το [brík] Ο (άκλ.) : 1. κόκκινο χαβιάρι που γίνεται από αυγά σολωμού. 2. η σχετική απόχρωση.

[λόγ. < ίσως γαλλ. brique `κεραμιδής΄]

μπρικέτα η [brikéta] Ο25 : (τεχνολ.) στερεό καύσιμο διαμορφωμένο σε σχήμα τούβλου: Mπρικέτες από λιγνίτη.

[γαλλ. briquett(e) ]

μπρίκι 1 το [bríki] Ο44 : μικρό μεταλλικό σκεύος με κυλινδρικό σχήμα και μακριά λαβή, στο οποίο βράζουν τον καφέ ή άλλα αφεψήματα.

[τουρκ. ibrik (από τα αραβ.) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

μπρίκι 2 το : είδος ιστιοφόρου με δύο κατάρτια.

[ιταλ. brick (< γαλλ. brick < αγγλ. brig)]

μπριλάντι το [brilánti & brilándi] Ο44 : (σπάν.) μπριγιάν.

[ιταλ. brillant(e) ]

μπρίο το [brío] Ο (άκλ.) : μεγάλη ζωτικότητα και κέφι στην εκτέλεση ορισμένων καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων: Xορεύει / τραγουδάει με ~. Πολλά οφείλει η παράσταση στο ~ της πρωταγωνίστριας.

[ιταλ. brio]

μπριόζικος -η -ο [briózikos] Ε5 : που ταιριάζει στον μπριόζο: Mπριόζικη συμπεριφορά. μπριόζικα ΕΠIΡΡ.

[μπριόζ(ος) -ικος]

μπριόζος -α -ο [briózos] Ε4 : που έχει μπρίο: Mπριόζα τραγουδίστρια. || (ως ουσ.).

[ιταλ. brioso ]

μπριστόλ το [bristól] Ο (άκλ.) : είδος χαρτιού πολυτελείας.

[λόγ. < γαλλ. bristol < αγγλ. τοπων. Bristol όπου πρωτοκατασκευάστηκε]

< Previous   1... 281 282 [283] 284 285 ...303   Next >
Go to page:Go