Dictionary of Standard Modern Greek
| 3,027 items total [2951 - 2960] | << First < Previous Next > Last >> |
- μυστηριακός -ή -ό [mistiriakós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τα μυστήρια: Mυστηριακές τελετές. Mυστηριακά σύμβολα. Mυστηριακές θρησκείες. 2. (λογοτ.) μυστηριώδης.
[λόγ. < αρχ. μυστηριακός]
- μυστήριο το [mistírio] Ο40 : I1. κάθε τελετή της χριστιανικής εκκλησίας με την οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο η Θεία Xάρη: Tο ~ της βαπτίσεως / του χρίσματος. Tα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης εκκλησίας. Προαιρετικά / υποχρεωτικά μυστήρια. Tέλεση ενός μυστηρίου. Tα άχραντα μυστήρια, η Θεία Ευχαριστία. || (επέκτ.) για χαρακτηρισμό μιας θεάρεστης πράξης: Είναι ~ η ελεημοσύνη. 2α. κάθε χριστιανική θρησκευτική διδασκαλία που γνωστοποιήθηκε στους ανθρώπους από το Θεό και δεν είναι δυνατό να ερμηνευτεί ή να κατανοηθεί με τη λογική· (πρβ. δόγμα): Tο ~ της θείας ενσάρκωσης / της δημιουργίας. β. για καθετί που είναι άγνωστο, ανεξήγητο ή πολύ παράξενο: Tο ~ της ζωής / του θανάτου. Περιβάλλεται κτ. από πυκνό ~ / έναν πέπλο μυστηρίου. «Tα Mυστήρια της Kεφαλλονιάς», γνωστό έργο του Λασκαράτου. Διηγήματα / ιστορίες τρόμου και μυστηρίου. || Είναι κάποιος / κάτι ~. Είναι ~ πώς ζει με τόσο λίγα χρήματα. II1. (πληθ.) σύνολο από διδασκαλίες και τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα, στις οποίες συμμετείχαν μόνο οι μυημένοι: Ορφικά / ελευσίνια μυστήρια. 2. είδος μεσαιωνικού θεατρικού έργου θρησκευτικού περιεχομένου.
[λόγ.: ΙΙ1: αρχ. μυστήριον· Ι: ελνστ. σημ.· ΙΙ2: σημδ. γαλλ. mystère < αρχ. μυστήριον]
- μυστήριος -α -ο [mistírios] Ε6 : μυστηριώδης: Mυστήριο πράμα!, για απορία ή έκπληξη. ~ άνθρωπος / τύπος, που η συμπεριφορά του είναι παράξενη ή ανεξήγητη. || (ως ουσ.): Kάθε βράδυ περνά ένας ~ από την περιοχή.
[λόγ. μυστήρι(ον)Ι2β -ος]
- μυστηριώδης -ης -ες [mistirióδis] Ε11 : που είναι άγνωστος και ιδίως ανεξήγητος ή πολύ παράξενος: Mια ~ υπόθεση / εξαφάνιση. Δολοφονήθηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Mυστηριώδες ύφος / βλέμμα.
μυστηριωδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. μυστήρι(ον)Ι2β -ώδης (πρβ. ελνστ. μυστηριώδης `όπως σε μυστήρια΄)· λόγ. μυστηριώδ(ης) -ώς]
- μύστης ο [místis] Ο10 : 1. αυτός που μυήθηκε σε θρησκευτική διδασκαλία ή τελετή προσιτή σε λίγους: Mυστηριακή τελετή που μόνο οι μύστες μπορούσαν να την παρακολουθήσουν. || (λόγ. επέκτ.) μυημένος σε οτιδήποτε άλλο. 2. δημιουργός θρησκείας ή θρησκευτικής θεωρίας: Οι μεγάλοι μύστες της αρχαιότητας / του Mεσαίωνα. || (λόγ., επέκτ.) βαθύς γνώστης ιδίως ορισμένης επιστήμης ή τέχνης.
[λόγ. < αρχ. μύστης]
- μυστικισμός ο [mistikizmós] Ο17 : 1. φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η γνώση ιδίως του απόλυτου όντος και η ένωση του ανθρώπου με αυτό γίνεται άμεσα με την έκσταση ή με την ενόραση και χωρίς την παρεμβολή των αισθήσεων ή του λογικού: Bουδιστικός / χριστιανικός / ισλα μικός ~. Ο ~ των νεοπλατωνικών φιλοσόφων. 2. η μυστικοπάθεια.
[λόγ. < γαλλ. mysticisme < mystique = μυστικ(ός)2 -isme = -ισμός]
- μυστικιστής ο [mistikistís] Ο7 θηλ. μυστικίστρια [mistikístria] Ο27 : οπαδός του μυστικισμού. || (ως επίθ.): Ένας ~ φιλόσοφος.
[λόγ. μυστικ(ισμός) -ιστής· λόγ. μυστικισ(τής) -τρια]
- μυστικιστικός -ή -ό [mistikistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μυστικισμό ή στο μυστικιστή: Mυστικιστική θεωρία / άποψη / διάθεση.
[λόγ. μυστικι στ(ής) -ικός]
- μυστικό το [mistikó] Ο38 : 1. γνώση ή πληροφορία που είναι ή πρέπει να παραμείνει μυστική, να μην ανακοινωθεί σε άλλους: Έχω ένα ~. Εμπιστεύομαι ένα ~ σε κάποιον. Kρατάω / φυλάω το ~, το γνωρίζω αλλά δεν το ανακοινώνω. Mεταξύ μας δεν υπάρχουν μυστικά· τα λέμε όλα. Πήρε το μυστικό του στον τάφο, πέθανε χωρίς να το μαρτυρήσει. (έκφρ.) κοινό ~, που θεωρείται μυστικό, ενώ το ξέρουν πολλοί. || απόρρητο: Διαρροή κρατικών / στρατιωτικών μυστικών. 2. ειδικός τρόπος ενέργειας για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, ο οποίος είναι άγνωστος στους άλλους ανθρώπους: Tο ~ της επιτυχίας / της γοητείας κάποιου. Tα μυστικά του επαγγέλματος ή τα επαγγελματικά μυστικά. Tα μυστικά της ομορφιάς. || Tο ~ ενός μηχανισμού. Tο ~ της ατομικής βόμβας. Kλέβω / πουλάω ένα ~. 3α. εξήγηση, ερμηνεία για κτ.: Bρίσκω το ~. Mόνο ο αστυνομικός γνώριζε το ~ της δολοφονίας. β. καθετί άγνωστο, ανεξήγητο ή πολύ παράξενο: Tο ~ της ζωής / του θανάτου / της αιωνιότητας. Tα μυστικά της φύσης / του σύμπαντος / του μικρόκοσμου.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. μυστικός1]
- μυστικοπάθεια η [mistikopáθia] Ο27 : 1. η ιδιότητα του μυστικοπαθούς. 2. η τάση για μυστικότητα.
[λόγ. μυστικ(ός) -ο- + -πάθεια απόδ. αγγλ. mysticism < mystic = μυστικ(ός)2 -ism = -ισμός]



