Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.075 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λανάρισμα το [lanárizma] Ο49 : η διαδικασία της κατεργασίας του μαλλιού, ώστε να καταστεί έτοιμο για κλώσιμο.
[λαναρισ- (λαναρίζω) -μα]
- λαναριστήριο το [lanaristírio] Ο42 : εργαστήριο ή εργοστάσιο που κατεργάζεται το μαλλί (ή το βαμβάκι) και το καθιστά έτοιμο για κλώσιμο.
[λόγ. λαναρισ- (λαναρίζω) -τήριον]
- λανθάνω [lanθáno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) δε γίνομαι άμεσα αντιληπτός, δεν εκδηλώνομαι φανερά, υπάρχω κρυμμένος: Στη σημερινή φάση λανθάνει ο κίνδυνος του πυρηνικού πολέμου.
[λόγ. < αρχ. λανθάνω `ξεφεύγω την προσοχή, ξεχνώ΄]
- λανθάνων -ουσα -ον [lanθánon] Ε12 : 1. που κάνει λάθος. (γνωμ.) (η) λανθάνουσα γλώσσα λέει (πάντα) την αλήθεια / (απαρχ.) γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει, όταν κάποιος ομολογεί, χωρίς να το θέλει, την αλήθεια, κάνοντας γλωσσικό σφάλμα. 2. (επιστ.) για κτ. που δεν είναι εμφανές, ορατό: Λανθάνουσα λοίμωξη. Λανθάνουσα εικόνα. Οι λειτουργίες των ζώων που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη είναι σε λανθάνουσα κατάσταση. Λανθάνουσα νόσος, που δεν εκδηλώνει εμφανή συμπτώματα.
[λόγ. < αρχ. λανθάνων μεε. του λανθάνω (δες λ.), 1: με βάση τη σημ. της λ. λάθος· 2: σημδ. γαλλ. latent]
- λανθασμένος -η -ο [lanθazménos] Ε3 : που έχει λάθη, σφάλματα, που δεν είναι σωστός: Λανθασμένοι λογαριασμοί / υπολογισμοί / χειρισμοί. Λανθασμένες ενέργειες / κινήσεις.
λανθασμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του ρ. λανθάνω (μορφολογικά σφαλερή δημιουργία με βάση το ενεστ. θ., αρχ. μππ.: λεληθώς, σύγκρ. και αλάνθαστος) μτφρδ. του νεοελλ. λαθεμένος]
- λανολίνη η [lanolíni] Ο30 : (χημ.) λιπαρή ουσία που παράγεται από ακατέργαστο μαλλί προβάτων και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.
[λόγ. < γαλλ. lanoline (-ine = -ίνη)]
- λανσάρισμα το [lansárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λανσάρω: Tο ~ της νέας μόδας ξεκίνησε από τη Nέα Yόρκη.
[λανσαρισ- (λανσάρω) -μα]
- λανσάρω [lansáro] -ομαι Ρ6 : παρουσιάζω, εισάγω, προβάλλω κτ. καινούριο, θέτω σε πρώτη χρήση: ~ μια νέα μόδα / ένα καινούριο τραγούδι / ένα νέο χορό / ένα καινούριο προϊόν / μια καινούρια ιδέα / ένα νέο καλλιτέχνη. Στην εποχή μας λανσάρονται καινούρια κοινωνικά πρότυπα.
[λόγ. < γαλλ. lanc(er) -άρω]
- λάντζα η [lándza] Ο25α : το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών: Δουλεύει στη ~. || (επέκτ.) κάθε βαριά, άχαρη δουλειά, χωρίς ενδιαφέρον και δημιουργικότητα.
[ίσως βεν. lanza ( [nts] ) `κοντάρι καταρτιού όπου δένεται το πανί΄ (δουλειά που έκανε το κατώτερο πλήρωμα)]
- λαντζέρης ο [landzéris] Ο11 θηλ. λαντζέρισσα [landzérisa] Ο27 & λαντζιέρης ο [landzjéris] Ο11 θηλ. λαντζιέρισσα [landzjérisa] Ο27 & λαντζιέρα [landzjéra] Ο25α : αυτός που δουλεύει στο πλύσιμο των μαγειρικών σκευών συνήθ. ως βοηθός μάγειρα.
[-ντζιέ-: λάντζ(α) -ιέρης· λαντζιέ ρ(ης) -ισσα· λαντζιέρ(ης) -α· -ντζέ-: αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ. και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)· λαντζέρ(ης) -ισσα]



