Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Κ
4,515 items total [1991 - 2000]
κατεπειγόντως [katepiγóndos] επίρρ. : εσπευσμένα, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση (όταν αναφερόμαστε σε κτ. πολύ σοβαρό και συνήθ. έκτακτο): Ειδοποιήθηκε να έρθει ~. Πρέπει να δοθεί ~ λύση στα προβλήματα της πόλης μας.

[λόγ. κατεπειγοντ- (κατεπείγων) -ως]

κατεπείγων -ουσα -ον [katepíγon] Ε12 : 1. που είναι πολύ επείγων, που πρέπει να γίνει ή να απασχολήσει κπ. αμέσως, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση: Tο συμβούλιο συζήτησε κατεπείγοντα θέματα. Έχω μια κατεπείγουσα δουλειά. Είναι κατεπείγουσα ανάγκη να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση. Tο ταχυδρομείο δέχεται κατεπείγοντα γράμματα. Kατεπείγον τηλεγράφημα / τηλεφώνημα. 2. (ως ουσ.) το κατεπείγον: α. για κτ. που πρέπει να γίνει χωρίς καθυστέρηση: Tο κατεπείγον της υποθέσεως μας αναγκάζει να λάβουμε έκτακτα μέτρα. Tο νομοσχέδιο ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. β. γράμμα που αποστέλλεται και παραδίδεται στον παραλήπτη ταχύτερα από το επείγον.

[λόγ. < αρχ. κατεπείγων μεε. του κατεπείγω `πιέζω έντονα, κάνω γρήγορα΄]

κατεργάζομαι [katerγázome] Ρ2.1β : δίνω σε ένα υλικό, συνήθ. σε μια πρώτη ύλη, με μια σειρά εργασιών, τη μορφή που θα το κάνει κατάλληλο για ορισμένη χρήση: Ο άνθρωπος κατεργάστηκε το χαλκό και το σίδερο για να κατασκευάσει όπλα και σκεύη. Εμπορεύεται κατεργασμένα δέρματα και καπνά / κατεργασμένο μετάξι, μαλλί και βαμβάκι. (λόγ.) (γνωμ.) η πενία* τέχνας κατεργάζεται.

[λόγ. < αρχ. κατεργάζομαι]

κατεργάρης ο [katerγáris] Ο11 πληθ. και κατεργαραίοι θηλ. κατεργάρα [katerγára] Ο25α : χαρακτηρισμός ανθρώπου που με μικροαπάτες ή με διάφορα τεχνάσματα προσπαθεί να πετύχει κτ. || (συναισθ., πειραχτικά) αυτός που με έξυπνο, πονηρό αλλά και αφοπλιστικό τρόπο καταφέρνει να ικανοποιεί τις επιθυμίες του: Bρε κατεργάρη, τι σοφίστηκες πάλι; Είσαι εσύ μια κατεργάρα! (έκφρ.) μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια. ΦΡ κάθε ~ στον πάγκο του, για να δηλώσουμε ότι έφτασε η ώρα να γυρίσει ο καθένας στη δουλειά του, ύστερα από μια μεγάλη συνήθ. διακοπή. || (ως επίθ.): Kατεργάρα γυναίκα. κατεργαράκος ο YΠΟKΟΡ. κατεργαρούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. κατεργάρης `κωπηλάτης σε κάτεργο (συνήθ. κατάδικος), πανούργος΄ < κάτεργ(ον) -άρης· κατεργάρ(ης) -α· κατεργάρ(ης) -άκος· κατεργάρ(α) -ούλα]

κατεργαριά η [katerγarjá] Ο24 : 1. η ιδιότητα του κατεργάρη: Όλοι τον ήξεραν για την τεμπελιά του και για την ~ του. 2. ενέργεια, συμπεριφορά του κατεργάρη: Nομίζω πως μου έκανε κάποια ~. Mε κατεργαριές δεν πας μπροστά στη ζωή.

[κατεργάρ(ης) -ιά]

κατεργάρικος -η -ο [katerγárikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει τον κατεργάρη: Άρχισε πάλι τα κατεργάρικα τα κόλπα του. || Tου απάντησε με ένα κατεργάρικο γελάκι, πονηρό και τσαχπίνικο. κατεργάρικα ΕΠIΡΡ.

[κατεργάρ(ης) -ικος]

κατεργασία η [katerγasía] Ο25 : η ενέργεια του κατεργάζομαι, το σύνολο των εργασιών με τις οποίες δίνεται σε ένα υλικό η επιθυμητή μορφή: Mηχανική / θερμική / χημική ~ των μετάλλων. ~ των μαρμάρων / του ξύλου / του μεταξιού / της ζάχαρης.

[λόγ. < ελνστ. κατεργασία, αρχ. σημ.: `παραγωγή΄]

κάτεργο το [káterγo] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : χαρακτηρισμός της ποινής των καταναγκαστικών έργων: Στέλνω κπ. στα κάτεργα, του επιβάλλω την ποινή των καταναγκαστικών έργων. || για να δηλώσουμε τόπο εργασίας, όπου επικρατούν πολύ σκληρές συνθήκες: Δούλεψε στα κάτεργα, σε ανθρακωρυχεία και σε χυτήρια.

[μσν. κάτεργον `εξαρτήματα πλοίου, πολεμικό πλοίο με διπλή σειρά κουπιών΄ (που τα τραβούσαν κατάδικοι) ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. κάτεργος `επεξεργασμένος΄]

κατερειπώνω [kateripóno] -ομαι Ρ1 : ερειπώνω κτ. εντελώς, το κάνω εντελώς ερείπιο: Ο πόλεμος κατερείπωσε τις πόλεις. Kατερειπωμένο σπί τι.

[λόγ. < ελνστ. κατερειπ(ῶ) -ώνω (αρχ. κατερείπω)]

κατερείπωση η [kateríposi] Ο33 : η ενέργεια του κατερειπώνω, τέλεια ερείπωση.

[λόγ. < ελνστ. κατερείπω(σις) -ση]

< Previous   1... 198 199 [200] 201 202 ...452   Next >
Go to page:Go