Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ι
578 items total [421 - 430]
ισομεγέθης -ης -ες [isomejéθis] Ε11α : που έχει το ίδιο μέγεθος με άλλον, ίσος σε μέγεθος. ANT ανισομεγέθης.

[λόγ. < αρχ. ἰσομεγέθης]

ισομέρεια η [isoméria] Ο27 : α. η ιδιότητα του ισομερούς, η ισότητα των μερών που απαρτίζουν κτ. β. (χημ.) το φαινόμενο κατά το οποίο χημικές ενώσεις με διαφορετικές φυσικές και χημικές ιδιότητες, έχουν την ίδια εκατοστιαία σύνθεση και το ίδιο μοριακό βάρος.

[λόγ.: α: ελνστ. ἰσομέρεια `ισότητα΄· β: γαλλ. isomérie < isomèr(e) = ισομερ(ής) -ie = -εια]

ισομερής -ής -ές [isomerís] Ε10 : α. που αποτελείται από ίσα μέρη ή που γίνεται κατά ίσα μέρη: ~ κατανομή. β. (χημ.) Iσομερείς χημικές ενώσεις / ισομερή σώματα, που παρουσιάζουν το φαινόμενο της ισομέρειας.

[λόγ.: α: ελνστ. ἰσομερής· β: γαλλ. isomère (στη νέα σημ.) < αρχ. ἰσομερής `διαιρεμένος ίσα΄]

ισόμετρος -η -ο [isómetros] Ε5 : που έχει το ίδιο μέγεθος με κπ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. ἰσόμετρος]

ισομοιρία η [isomiría] Ο25 : στη λόγια ΦΡ κατ΄ ~, κατά ίσα μερίδια: Kληρονομούν κατ΄ ~. Συνιδιοκτήτες κατ΄ ~.

[λόγ. < αρχ. ἰσομοιρία]

ίσον το [íson] Ο (άκλ.) : μαθηματικό σύμβολο (=) που δηλώνει μια σχέση απόλυτης ισότητας και ισοδυναμεί με τις φράσεις “είναι ίσο με”, “ισούται με”: Πέντε συν ένα ~ έξι.

[λόγ. < αρχ. ἴσον ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ἴσος `με ίσες αναλογίες΄ σημδ. γαλλ. égal]

ισονομία η [isonomía] Ο25 : (δίκ.) η ισότητα των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους· ισότητα· (πρβ. ισοπολιτεία): H απονομή τίτλων ευγένειας ή διάκρισης αποτελεί παραβίαση της αρχής της ισονομίας.

[λόγ. < αρχ. ἰσονομία `ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων΄ (περίπου αντίστοιχο του σημερινού όρου δημοκρατία)]

ισοπαλία η [isopalía] Ο25 : αποτέλεσμα αγώνα, παιχνιδιού κτλ., κατά το οποίο οι αντίπαλοι αναδεικνύονται ισάξιοι: Έρχομαι / φέρνω ~, αναδεικνύομαι ισόπαλος. Ο αγώνας έληξε με ~. Σε περίπτωση ισοπαλίας το παιχνίδι θα επαναληφθεί. ΦΡ λευκή* ~.

[λόγ. ισόπαλ(ος) -ία]

ισόπαλος -η -ο [isópalos] Ε5 : που αναδείχνεται ίσος με τον αντίπαλό του, που πετυχαίνει την ίδια επίδοση με αυτόν: Ήρθαμε / βγήκαμε ισόπαλοι. Tο τέλος του αγώνα βρήκε τις δύο ομάδες ισόπαλες.

[λόγ. < ελνστ. ἰσόπαλος]

ισοπαχής -ής -ές [isopaxís] Ε10 : ισόπαχος: ~ ράβδος.

[λόγ. < αρχ. ἰσοπαχής]

< Previous   1... 41 42 [43] 44 45 ...58   Next >
Go to page:Go