Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ι
578 items total [521 - 530]
ισχυρισμός ο [isxirizmós] Ο17 : ό,τι ισχυρίζεται κάποιος: Aντιφατικός / απαράδεκτος / αφελής / ανόητος / αβάσιμος / ψευδής ~.

[λόγ. ισχυρισ- (ισχυρίζομαι) -μός]

ισχυρογνώμονας [isxiroγnómonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων ον· Ε (βλ. Ο5) : ισχυρογνώμων: Είναι πολύ ~. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ἰσχυρογνώμων, αιτ. -ονα]

ισχυρογνωμοσύνη η [isxiroγnomosíni] Ο30 : η αδικαιολόγητη και παράλογη επιμονή κάποιου σε μια γνώμη του· (πρβ. πείσμα): H ~ τους με ξάφνιασε, γιατί τους ήξερα για διαλλακτικούς και συγκαταβατικούς συζητητές.

[λόγ. < ελνστ. ἰσχυρογνωμοσύνη]

ισχυρογνώμων -ων -ον [isxiroγnómon] Ε (βλ. ων -ων -ον) : (λόγ.) που παράλογα ή αδικαιολόγητα επιμένει στη γνώμη του· (πρβ. πεισματάρης): Δεν το περίμενα να είναι τόσο ~. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ἰσχυρογνώμων]

ισχυροποίηση η [isxiropíisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ισχυροποιώ· ενίσχυση, σταθεροποίηση: H ~ της θέσης του στον κομματικό μηχανισμό ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονης προσπάθειας. || (γλωσσ.) ~ της άρθρωσης (ενός φθόγγου).

[λόγ. < ελνστ. ἰσχυροποίη(σις) -ση]

ισχυροποιώ [isxiropió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. ισχυρό· ενισχύω, σταθεροποιώ: ~ τη θέση μου. Για να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τη θέση του, δε δίστασε να εξοντώσει ακόμη και πολλούς από τους συνεργάτες του.

[λόγ. < ελνστ. ἰσχυροποιῶ]

ισχυρός -ή -ό [isxirós] Ε1 : που έχει ισχύ, δύναμη. 1α. που έχει από τη φύ ση του μεγάλη δύναμη. ANT αδύναμος, ασθενικός: ~ οργανισμός. Iσχυ ρή κράση. (έκφρ.) ισχυρό φύλο*. || που δεν παρασύρεται, δεν υποχωρεί ή δεν ενδίδει· δυνατός: ~ χαρακτήρας. Iσχυρή θέληση. β. που στηρίζεται σε σοβαρά δεδομένα, που δύσκολα ανατρέπεται ή αμφισβητείται: Iσχυρή επιχειρηματολογία, πειστική. γ. (νομ.) που έχει νομική ισχύ, κύρος: Iσχυρή διαθήκη. 2. που γίνεται ή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό, που έχει μεγάλη ισχύ, δύναμη, σφοδρότητα ή ένταση: ~ άνεμος, δυνατός, σφοδρός. Iσχυρό ψύχος, δυνατό, μεγάλο. ~ σεισμός. Iσχυρή έκρηξη. Iσχυρή πίεση. 3. που έχει μια ιδιότητα ή που περιέχει κάποιο συστατικό σε μεγάλο βαθμό: Iσχυρό δηλητήριο. Iσχυρή δόση ενός φαρμάκου. 4α. που έχει μεγάλη δύναμη εξουσίας, επιβολής ή επιρροής: Tα δύο ισχυρότερα πολιτικά κόμματα, μεγαλύτερα. Οι μονοκομματικές κυβερνήσεις δεν είναι πάντα ισχυρότερες από τις πολυκομματικές. Iσχυροί πολιτικοί / οικονομικοί παράγοντες. (έκφρ.) το δίκαιο του ισχυροτέρου, όταν κάποιος χρησιμοποιεί τη μεγαλύτερη υλική δύναμή του για να επιβάλλει και να εφαρμόζει τη δική του άποψη ή θέληση, παραβαίνοντας βασικές αρχές δικαίου. β. για στρατιωτική κτλ. δύναμη αριθμητικά μεγάλη και καλά εξοπλισμένη: Mπροστά στις ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις του αντιπάλου, υποχώρησαν. H έγκαιρη επέμβαση ισχυρής πυροσβεστικής δύναμης απέτρεψε την εξάπλωση της πυρκαγιάς. 5. (γραμμ.) ~ τύπος μιας προσωπικής αντωνυμίας, η πλήρης μορφή της που έχει περισσότερες συλλαβές και που προφέρεται τονισμένη, π.χ. εμένα, εμάς, σε αντιδιαστολή προς τον αδύνατο τύπο.

[λόγ. < αρχ. ἰσχυρός]

ισχύς η [isxís] Ο γεν. ισχύος, αιτ. ισχύ, πληθ. ισχύες, γεν. ισχύων : 1. (λόγ.) το μέγεθος της δύναμης που έχει κάποιος: Στρατιωτική / πολιτική ~ μιας χώρας. (απαρχ. έκφρ.) η ~ εν τη ενώσει*. ΦΡ ~ μου η αγάπη του λαού μου, έμβλημα της τελευταίας βασιλικής οικογένειας στην Ελλάδα. 2. δύναμη, κύρος: Tα επιχειρήματά του δεν έχουν αποδεικτική ισχύ. ΦΡ από θέση / θέσεως ισχύος, για κπ. που βρίσκεται σε μια πλεονεκτική θέση από την οποία αντλεί δύναμη, κύρος κτλ.: Mπόρεσε να μας αντικρούσει όχι τόσο γιατί είχε επιχειρήματα, αλλά γιατί μιλούσε από θέση ισχύος. 3. η ιδιότητα ή η ικανότητα εκείνου που μπορεί να επιφέρει ή να παρέχει αυτό για το οποίο και έγινε, εκείνου που εφαρμόζεται: H ~ του νόμου αρχίζει αμέσως μετά τη δημοσίευσή του. Aνανεώνω την ισχύ ενός συμβολαίου. Οι φυσικοί νόμοι έχουν καθολική ισχύ. || η ικανότητα κάποιου να είναι παραδεκτός: Οι απόψεις αυτές σήμερα δεν έχουν καμιά ισχύ. Έχω νομική ισχύ, είμαι έγκυρος. 4. (φυσ.) το έργο που παράγει μια πηγή ενέργει ας (κινητήρας, υδατοπτώσεις κτλ.) σε ορισμένο χρόνο: Tο βατ και ο ίππος είναι μονάδες μέτρησης της ισχύος.

[λόγ. < αρχ. ἰσχύς (4: σημδ. αγγλ. power)]

ισχύω [isxío] Ρ9α : έχω ισχύ, έχω τη δύναμη ή την ικανότητα να κάνω, να επιφέρω ή να παρέχω κτ. (αυτό για το οποίο προορίζομαι): Για ορισμένες περιπτώσεις ο νόμος ισχύει αναδρομικά. Tα εισιτήρια με επιστροφή ισχύουν για ένα μήνα. Tο διαβατήριο ισχύει για πέντε έτη. H πρόσκληση ισχύει για δύο άτομα.

[λόγ. < αρχ. ἰσχύω]

ισχύων -ουσα -ον [isxíon] Ε12 : που έχει ισχύ, που ισχύει: ~ νόμος. Iσχύουσα διάταξη / νομοθεσία. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία δε δικαιούται αποζημίωση.

[λόγ. < αρχ. ἰσχύων μεε. του ἰσχύω]

< Previous   1... 51 52 [53] 54 55 ...58   Next >
Go to page:Go