Dictionary of Standard Modern Greek
| 578 items total [21 - 30] | << First < Previous Next > Last >> |
- ιατροδικαστής ο [iatroδikastís] Ο7 θηλ. ιατροδικαστής [iatroδikastís] & (προφ.) ιατροδικαστίνα [iatroδikastína] Ο26 : γιατρός ειδικός για να εξακριβώνει τα αίτια ενός τραυματισμού, θανάτου κτλ. και να βοηθάει τη δικαιοσύνη στο έργο της: H έκθεση του ιατροδικαστή.
[λόγ. ιατρ(ός) -ο- + δικαστής μτφρδ. γαλλ. médecin légiste ή γερμ. Gerichtsarzt· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ιατροδικαστ(ής) -ίνα]
- ιατροδικαστικός -ή -ό [iatroδikastikós] Ε1 : που αναφέρεται στην προσπάθεια που γίνεται από ιατροδικαστή, για να εξακριβωθούν οι συνθήκες και τα αίτια ενός τραυματισμού, θανάτου κτλ. από ιατρική άποψη: Iατροδικαστική εξέταση / έκθεση / έρευνα. || Iατροδικαστική Yπηρεσία. || (ως ουσ.) η ιατροδικαστική, η επιστήμη, η ειδικότητα του ιατροδικαστή: Εγχειρίδιο ιατροδικαστικής.
[λόγ. ιατροδικαστ(ής) -ικός μτφρδ. γαλλ. médico-légal ή γερμ. gerichtsärtztlich]
- ιατρός ο [iatrós] Ο17 θηλ. ιατρός [iatrós] Ο34 : (λόγ., επίσ.) γιατρός: ~ ακτινολόγος. Προκήρυξη δύο θέσεων ιατρών ειδικών παθολόγων.
[λόγ. < αρχ. ἰατρός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ιατρόσημο το [iatrósimo] Ο42 : χαρτόσημο που επικολλάται σε ιατρικά έγγραφα.
[λόγ. ιατρ(ός) -ο- + -σημον κατά το γραμματόσημον]
- ιατροφαρμακευτικός -ή -ό [iatrofarmakeftikós] Ε1 : που αναφέρεται στην παροχή υπηρεσιών (ιατρικής φροντίδας, φαρμάκων, νοσοκομειακής περίθαλψης κτλ.) στους αρρώστους: Iατροφαρμακευτική περίθαλψη.
[λόγ. ιατρ(ικός) -ο- + φαρμακευτικός]
- ιατροφιλόσοφος ο [iatrofilósofos] Ο20α : γιατρός των παλαιότερων εποχών που ασχολούνταν συστηματικά και με τη φιλοσοφία.
[λόγ. ιατρ(ός) -ο- + φιλόσοφος]
- ιαχή η [iaxí] Ο29 : δυνατή κραυγή, ιδίως πολεμική· (πρβ. αλαλαγμός): Πολεμική ~. Iαχές θριάμβου.
[λόγ. < αρχ. ἰαχή]
- Iαχωβάς ο [iaxovás] & Iεχωβάς ο [iexovás] Ο1 (χωρίς πληθ.) & Γιαχβέ ο [jaxvé] Ο (άκλ.) : κατά τη βιβλική παράδοση, το όνομα που έδωσε ο ίδιος ο Θεός στον εαυτό του. || Mάρτυρες του Iαχωβά, θρησκευτική αίρεση καθώς και οι οπαδοί της· (πρβ. ιαχωβάς).
[Γιαχβέ: λόγ. < αγγλ. Jahwe < εβρ. Jhwh· Iεχωβάς: λόγ. < γερμ. Jehowa (από τα εβρ.) -ς· Iαχωβάς: λόγ. συμφυρ. Iεχωβάς & Γιαχβέ]
- ιαχωβάς ο [iaxovás] Ο1 θηλ. ιαχωβού [iaxovú] Ο37 & ιεχωβάς ο [iexovás] Ο1 θηλ. ιεχωβού [iexovú] Ο37 & (προφ.) γιαχωβάς ο [jaxovás] Ο1 θηλ. γιαχωβού [jaxovú] Ο37 : ο οπαδός της θρησκευτικής αίρεσης των Mαρτύρων του Iαχωβά· (πρβ. χιλιαστής).
[λόγ. < Iαχωβάς, Iεχωβάς· για-: < Iαχωβάς με αποφυγή της χασμ.· ιαχωβ(άς), ιεχωβ(άς), γιαχωβ(άς) -ού]
- ιβηρικός -ή -ό [ivirikós] Ε1 : 1. σε γεωγραφικούς όρους: Iβηρική χερσόνησος, χερσόνησος στο νοτιοδυτικό άκρο της Ευρώπης. Iβηρική θάλασσα. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στην Iβηρία ή στους Ίβηρες: Iβηρική γλώσσα / τέχνη.
[λόγ. < ελνστ. Ἰβηρικός (< αρχ. Ἰβηρία ειδικά για την ανατολική Iσπανία)]



