Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
562 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θαλερότητα η [θalerótita] Ο28 : η ιδιότητα του θαλερού.
[λόγ. θαλερ(ός) -ότης > -ότητα]
- θαλιδομίδη η [θaliδomíδi] Ο30 : φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε ως ηρεμιστικό και υπνωτικό: Tα παιδιά της θαλιδομίδης, για παιδιά που γεννήθηκαν με κακοπλασίες, από μητέρες που κατά τη διάρκεια της κύησής τους έπαιρναν θαλιδομίδη.
[λόγ. < γερμ. Thalidomid (σήμα κατατ.) -η (ορθογρ. δαν.)]
- θάλλω [θálo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) 1. (για φυτό) ευδοκιμώ, βλασταίνω σε αφθονία. 2. (μτφ.) α. είμαι ακμαίος· ακμάζω. β. (λογοτ.) είμαι άφθονος· αφθονώ.
[λόγ. < αρχ. θάλλω]
- θάλπος το [θálpos] Ο46β : (λογοτ.) θαλπωρή.
[λόγ. < αρχ. θάλπος]
- θάλπω [θálpo] Ρ4α : 1. (λόγ.) θερμαίνω. 2. (λογοτ.) κάνω κπ. να αισθάνεται θαλπωρή2.
[λόγ. < αρχ. θάλπω]
- θαλπωρή η [θalporí] Ο29 : ΣYN ζεστασιά. 1. ελαφριά και ευχάριστη ζέστη: Xαρήκαμε τη ~ του ανοιξιάτικου ήλιου. 2. (μτφ.) ζεστή, οικεία και ευχάριστη ατμόσφαιρα και το συναίσθημα που γεννιέται από αυτήν: Οικογενειακή ~. Στο σπίτι των παιδιών της βρήκε ~, περιποίηση, στοργή.
[λόγ. < αρχ. θαλπωρή]
- θάμα το [θáma] Ο48 : (λαϊκότρ.) θαύμα. (έκφρ.) πράματα και θάματα, για γεγονότα, συμβάντα, ενέργειες που προκαλούν μεγάλη (θετική ή αρνητική) εντύπωση. ΦΡ εν τω άμα και το ~, για γεγονός ή φαινόμενο που συντελείται απρόσμενα και αμέσως μετά τη μνεία που έγινε γι΄ αυτό.
[αρχ. θαῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- θάμβος το [θámvos] Ο46 : (λόγ.) το θάμπος.
[λόγ. < αρχ. θάμβος (προφ. [mb] )]
- θαμιστικός -ή -ό [θamistikós] Ε1 : (γραμμ.) θαμιστικά ρήματα, που παράγονται από άλλα ρήματα και σημαίνουν συχνή επανάληψη της έννοιας που δηλώνει το πρωτότυπο: Tο “μεθύσκω” είναι θαμιστικό του “μεθύω”.
[λόγ. < αρχ. θαμισ- (θαμίζω) `συχνάζω΄ -τικός]
- θαμνοειδής -ής -ές [θamnoiδís] Ε10 : που μοιάζει με θάμνο, που έχει τις διαστάσεις θάμνου· θαμνώδης2: Θαμνοειδές φυτό. ~ βλάστηση.
[λόγ. < ελνστ. θαμνοειδής]