Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Θεάνθρωπος
1 item total
Θεάνθρωπος ο [θeánθropos] Ο19 : επωνυμία του Iησού Xριστού για να δηλωθεί η διπλή φύση του.

[λόγ. < ελνστ. θεάνθρωπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go