Dictionary of Standard Modern Greek
| 4,226 items total [4131 - 4140] | << First < Previous Next > Last >> |
- εφησυχαστικός -ή -ό [efisixastikós] Ε1 : που δημιουργεί εφησυχασμό.
εφησυχαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εφησυχασ- (εφησυχάζω) -τικός]
- εφθαρμένος -η -ο [efθarménos] Ε3 : (λόγ.) φθαρμένος.
[λόγ. < ελνστ. ἐφθαρμένος μππ. του αρχ. φθείρω]
- εφθημιμερής -ής -ές [efθimimerís] Ε10 : (στην αρχ. ελλην. μετρ.) ~ τομή, που γίνεται μετά την πρώτη συλλαβή του τέταρτου πόδα, σε στίχους του δακτυλικού εξαμέτρου και του ιαμβικού τριμέτρου.
[λόγ. < ελνστ. ἑφθημιμερής]
- Εφιάλτης ο [efiáltis] Ο10 : χαρακτηρισμός ανθρώπου που πρόδωσε τα εθνικά συμφέροντα ή τα κοινωνικά συμφέροντα της τάξης στην οποία ανήκει (όπως ο Εφιάλτης που πρόδωσε στους Πέρσες τους τριακοσίους του Λεωνίδα, στις Θερμοπύλες): Στη μακρόχρονη ελληνική ιστορία δυστυχώς δεν έλειψαν και οι Εφιάλτες.
[λόγ. < αρχ. Ἐφιάλτης]
- εφιάλτης ο [efiáltis] Ο10 : 1.τρομακτικό όνειρο που συνοδεύεται από αγωνία και αίσθημα δυσφορίας: Ξυπνάει τη νύχτα από εφιάλτες. Είχα / έβλεπα εφιάλτες. Nυχτερινοί εφιάλτες. 2α. για να χαρακτηρίσουμε κτ. πολύ δυσάρεστο που είχε τρομερές συνέπειες ή που εγκυμονεί τρομακτικούς κινδύνους: Έζησαν τον εφιάλτη της πείνας. Ο ~ πυρηνικού πολέμου. Zούμε σε έναν εφιάλτη / σαν σε εφιάλτη. || για δυσάρεστη ή κουραστική κατάσταση ή γεγονός: Οι εξετάσεις μού έχουν γίνει ~. Tο χρέος είναι ο ~ μου. Γλίτωσα από τον εφιάλτη του πρωινού ξυπνήματος. β. άτομο που δημιουργεί σε κπ. δυσάρεστες καταστάσεις: Οι δανειστές του είχαν γίνει ο καθημερινός ~ του.
[λόγ. < αρχ. ἐφιάλτης]
- εφιαλτικός -ή -ό [efialtikós] Ε1 : που προξενεί τον τρόμο και την αγωνία του εφιάλτη: Ένα εφιαλτικό όνειρο. ~ ύπνος, με εφιάλτες. Οι πρόσφυγες ζουν εφιαλτικές μέρες / στιγμές. Πέρασα μια εφιαλτική νύχτα από τους τρομερούς πόνους. H μόλυνση του περιβάλλοντος έχει πάρει εφιαλτικές διαστάσεις. Tα μυθιστορήματα του Kάφκα έχουν κάτι το εφιαλτικό.
εφιαλτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐφιαλτικός `που υποφέρει από εφιάλτες΄ σημδ. γαλλ. hallucinatoire]
- εφίδρωση η [efíδrosi] Ο33 : (φυσιολ.) έκκριση ιδρώτα από τους ιδρωτοποιούς αδένες, σε όλη την επιφάνεια του σώματος των ανθρώπων ή των ζώων: Ορισμένες παθολογικές καταστάσεις προκαλούν έντονη ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐφίδρω(σις) `επιφανειακός ιδρώτας΄ -ση]
- εφιδρωτικός -ή -ό [efiδrotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εφίδρωση ή που προκαλεί εφίδρωση.
εφιδρωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εφίδρω(σις) -τικός]
- εφικτός -ή -ό [efiktós] Ε1 : για κτ. που μπορεί να το πραγματοποιήσει, να το κατορθώσει κάποιος, γιατί είναι μέσα στα όρια των δυνατοτήτων του. ANT ανέφικτος: Πρέπει να θέτουμε εφικτούς στόχους. Δε θεωρώ εφικτή την αύξηση της παραγωγής μας. || (ως ουσ.) το εφικτό: H πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και όχι του επιθυμητού.
[λόγ. < αρχ. ἐφικτός]
- εφίππιο το [efípio] Ο40 : (λόγ.) σέλα.
[λόγ. < ελνστ. ἐφίππιον, αρχ. σημ.: `πανί της σέλας΄]



