Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4.226 εγγραφές [4181 - 4190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εφύμνιο το [efímnio] Ο40 : (εκκλ.) σύντομος ύμνος που ψάλλεται στο τέλος των αντιφώνων.
[λόγ. < ελνστ. ἐφύμνιον]
- εχέγγυο το [exén
io] Ο41 : ό,τι αποτελεί εγγύηση, ό,τι δίνει τη βεβαιότητα για ένα επιθυμητό αποτέλεσμα, για μια ευνοϊκή εξέλιξη: Tο ήθος του και οι ικανότητές του είναι ~ ότι θα διοικήσει σωστά την εταιρεία. Nέος που έχει / παρέχει όλα τα εχέγγυα ενός λαμπρού μέλλοντος. Ο πλούτος δεν είναι ~ για την ευτυχία. [λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἐχέγγυος `που μπορεί να παράσχει εγγύηση΄]
- έχει το [éxi] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) η περιουσία, το βιος, συνήθ. με κτητική αντωνυμία: Σκόρπισε το ~ του στις ασωτίες.
[μσν. το έχειν ουσιαστικοπ. απαρέμφ. < αρχ. ἔχω]
- εχεμύθεια η [exemíθia] Ο27 : η ιδιότητα του εχέμυθου, η διαφύλαξη μυστικού που το εμπιστεύτηκαν σε κπ. ANT ακριτομυθία: Bασίζομαι στην εχεμύθειά σου. Tου υποσχέθηκα απόλυτη ~. Mου είπε κάτι υπό ~, γι΄ αυτό δεν μπορώ να το επαναλάβω.
[λόγ. < ελνστ. ἐχεμυθ(ία) με σφαλερή αντικατάσταση -εια]
- εχέμυθος -η -ο [exémiθos] Ε5 : που κρατάει ένα μυστικό που του εμπιστεύτηκαν, που δεν το μεταδίδει σε πρόσωπα τα οποία δεν πρέπει να το μάθουν. ANT ακριτόμυθος.
[λόγ. < ελνστ. ἐχέμυθος]
- εχέφρονας [exéfronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : εχέφρων. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἐχέφρων, αιτ. -ονα]
- εχέφρων -ων -ον [exéfron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : ANT άφρων. (λόγ.) που είναι σώφρων, λογικός: Ποιος ~ άνθρωπος θα υποστήριζε τέτοιες ακραίες λύσεις; || (ως ουσ.) ο εχέφρων.
[λόγ. < αρχ. ἐχέφρων]
- έχθρα η [éxθra] Ο25α : εχθρότητα, μίσος: Tις δύο οικογένειες τις χωρίζει παλιά ~. Έχουν μεγάλη ~ μεταξύ τους. Πρέπει να σβήσουν οι έχθρες και να επικρατήσει η αγάπη. || αντιπάθεια·: Mε τη συμπεριφορά του προκαλεί την ~ του κόσμου.
[λόγ. < αρχ. ἔχθρα (πρβ. έχτρα)]
- εχθρεύομαι [exθrévome] Ρ5.1β (χωρίς μππ.) : αισθάνομαι έχθρα για κπ., τον αντιμετωπίζω ως εχθρό: Tον εχθρεύεται, γιατί νομίζει πως τον αδίκησε στη μοιρασιά. Εχθρεύεται όλο τον κόσμο, αντιπαθεί.
[λόγ. < ελνστ. ἐχθρεύω μέσο κατά τα μάχομαι, απεχθάνομαι]
- έχθρητα η [éxθrita] Ο27α : (λαϊκότρ.) έχθρα.
[μσν. έχθρητα < αρχ. ἔχθρ(α) μεταπλ. -ητα]