Dictionary of Standard Modern Greek
| 4,226 items total [91 - 100] | << First < Previous Next > Last >> |
- εγκάθετος -η -ο [eŋgáθetos] Ε5 : που με εντολή άλλων παρευρίσκεται σε μια συνάθροιση ατόμων και σκόπιμα προβαίνει σε βίαιες εκδηλώσεις αποδοκιμασίας ή επιδοκιμασίας· (πρβ. βαλτός). || (ως ουσ.): Ομάδα εγκαθέτων της εργοδοσίας προκάλεσε επεισόδια κατά τη συνέλευση του συνδικάτου. Οι φωνές των εγκαθέτων δεν πτόησαν τον ομιλητή.
[λόγ. < αρχ. ἐγκάθετος `που έχει τοποθετηθεί κρυφά΄]
- εγκαθίδρυση η [eŋgaθíδrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εγκαθιδρύω, επιβολή καθεστώτος, πολιτεύματος κτλ.: H κατάρρευση της βασιλείας δε σήμαινε και την αυτόματη ~ ενός νέου φιλελεύθερου καθεστώτος.
[λόγ. εγκαθιδρύ(ω) -σις > -ση]
- εγκαθιδρύω [eŋgaθiδrío] -ομαι Ρ9 : θέτω σε ισχύ και λειτουργία, επιβάλλω (μόνιμα ή για μικρό χρονικό διάστημα) συγκεκριμένο καθεστώς, πολίτευμα, σύστημα διακυβέρνησης κτλ.: Επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν ένα καθεστώς ανελεύθερο και τυραννικό.
[λόγ. < αρχ. ἐγκαθιδρύω `στή νω κτ. μέσα΄ σημδ. γαλλ. ériger]
- εγκαθιστώ [eŋgaθistó] -αμαι Ρ10.1α αόρ. εγκατέστησα και (σπάν.) εγκατάστησα, απαρέμφ. εγκαταστήσει, παθ. αόρ. εγκαταστάθηκα, απαρέμφ. εγκατασταθεί, μππ. και εγκατεστημένος* : τοποθετώ κτ. ή κπ. μόνιμα ή για μακρό χρονικό διάστημα κάπου. 1α. για πράγμα, συνήθ. για μηχάνημα, σύστημα μηχανισμών κτλ., το τοποθετώ έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει: Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού, έβαλα. Είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του ραδιοφωνικό σταθμό, έστησε. || Εγκατέστησαν το παρατηρητήριό τους σε ένα ύψωμα. Εγκατέστησε το γραφείο του στον τρίτο όροφο. β. (πληροφ.) μεταφέρω ένα πρόγραμμα στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες: Δεν έχω εγκαταστήσει ακόμη τη νέα έκδοση του προγράμματος. 2. (για πρόσ.) α. εξασφαλίζω όλα τα απαραίτητα για τη μόνιμη ή μακρόχρονη διαμονή κάποιου σε έναν ορισμένο τόπο: Έφερε τους γονείς του από το χωριό και τους εγκατέστησε στο διπλανό διαμέρισμα. β. (παθ.) εγκαθιστώ τον εαυτό μου· (πρβ. μένω, διαμένω, κατοικώ): Έφυγε από το χωριό του και πήγε να εγκατασταθεί οικογενειακώς στην πρωτεύουσα. Προσωρινά και ώσπου να βρουν καλύτερη λύση εγκαταστάθηκαν στο παλιό σπίτι του πεθερού του. 3. τοποθετώ κπ. σε μια υψηλή ηγετική θέση, αξίωμα κτλ.: Οι εισβολείς εγκατέστησαν κυβέρνηση ανδρεικέλων. || (νομ.) ~ κπ. ως κληρονόμο, διορίζω.
[λόγ.: 3: μσν. εγκαθιστώ < αρχ. ἐγκαθίστημι, μεταπλ. κατά το καθίστημι > καθιστώ· 1α, 2: σημδ. γαλλ. (s΄)établir, (s΄)installer· 1β: σημδ. αγγλ. install]
- εγκαίνια τα [engénia] Ο40 : α.η επίσημη τελετή που γίνεται με την ευκαιρία της αποπεράτωσης και της παράδοσης για χρήση ενός τεχνικού έργου: Tα ~ ενός νοσοκομείου / μιας βιβλιοθήκης. Στην τελετή των εγκαινίων του νέου διδακτηρίου θα παρευρεθεί ο υπουργός. || (ειδικότ.): Tα ~ ενός ιερού ναού, η θρησκευτική τελετή της καθιέρωσής του ως χώρου λατρείας του Θεού· εγκαινιασμός. β. επίσημη τελετή για την έναρξη λειτουργίας: Tα ~ ενός καταστήματος. Σας προσκαλούμε στα ~ της έκθεσης ζωγραφικής. Tα ~ του εκλογικού κέντρου ενός κόμματος.
[λόγ. < ελνστ. ἐγκαίνια]
- εγκαινιάζω [engeniázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.παραδίδω, με επίσημη τελετή στην οποία παρευρίσκομαι ως τιμώμενο πρόσωπο, ένα έργο στη χρήση του κοινού, κηρύσσω την έναρξη της λειτουργίας του: Ο δήμαρχος εγκαινίασε το νέο μουσείο. 2. για πρώτη φορά θέτω σε εφαρμογή κτ.: ~ μια νέα οικονομική πολιτική. || H στροφή προς μια πιο φιλελεύθερη πολιτική εγκαινιάστηκε με ευρύ κυβερνητικό ανασχηματισμό. 3. (οικ.) χρησιμοποιώ κτ. πρώτος ή για πρώτη φορά: Εγκαινιάσαμε το καινούριο αυτοκίνητο με μια εκδρομή στη θάλασσα, γιορτάσαμε και αρχίσαμε τη χρήση του. Ποιος θα εγκαινιάσει την καινούρια γραφομηχανή;
[λόγ. < μσν. εγκαινιάζω < ελνστ. ἐγκαινίζω με νέα ανάλυση εγκαίνι(α) -άζω]
- εγκαινίαση η [engeníasi] Ο33 : ο εγκαινιασμός.
[λόγ. εγκαινια- (εγκαινιάζω) -σις > -ση]
- εγκαινιασμός ο [engeniazmós] Ο17 : 1.η πρώτη αρχή, η έναρξη μιας διαδικασίας, μιας σειράς ενεργειών, ενός προγράμματος κτλ.: Οι σκοποί της Εταιρείας άρχισαν να γίνονται ευρύτερα γνωστοί με τον εγκαινιασμό της δράσης της προς τα έξω. 2. η τελετή των εγκαινίων (τεχνικού έργου ή ναού)· εγκαίνια: Παραβρέθηκε στον εγκαινιασμό.
[λόγ. < μσν. εγκαινιασμός < ελνστ. ἐγκαινισμός κατά το εγκαινιάζω]
- έγκαιρος -η -ο [éngeros] Ε5 : που γίνεται, εκδηλώνεται στην κατάλληλη στιγμή, χωρίς καθυστέρηση και προτού να συμβεί κτ. άλλο: Σώθηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση των γιατρών. H έγκαιρη παρέμβασή τους απέτρεψε το χειρότερο.
έγκαιρα* & εγκαίρως* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἔγκαιρος]
- εγκαιροφλεγής -ής -ές [engeroflejís] Ε10 : για οβίδα, βλήμα κτλ., που μπορεί να ρυθμίζεται έτσι, ώστε να αναφλέγεται σε ορισμένο σημείο της τροχιάς του.
[λόγ. έγκαιρ(ος) -ο- + φλεγ- (φλέγομαι) -ής]



