Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Εξάς
16 εγγραφές [11 - 16]
εξάστρα η [eksástra] Ο25α : (λαϊκότρ.) η πούλια.

[μσν. επίθ. έξαστρ(ος) θηλ. κατά τη λ. πούλια < ελνστ. ἑξάστερος, ἑξάστερον (ουσ.) `που έχει έξι αστέρια΄ (δηλ. η πούλια) με αποβ. του [e] κατά τη λ. άστρο]

εξάστυλος -η -ο [eksástilos] Ε5 : που έχει έξι στύλους, κυρίως για κτίριο που έχει έξι κίονες στην πρόσοψη: ~ ναός.

[λόγ. < ελνστ. ἑξάστυλος]

εξασύλλαβος -η -ο [eksasílavos] Ε5 : που έχει έξι συλλαβές: Εξασύλλαβη λέξη. || (μετρ.) ~ στίχος και ως ουσ. ο εξασύλλαβος, στίχος που αποτελείται από έξι συλλαβές.

[λόγ. < ελνστ. ἑξασύλλαβος]

εξάσφαιρος -η -ο [eksásferos] Ε5 : (για πυροβόλο όπλο, ιδίως περίστροφο) που χωράει έξι σφαίρες: Tο εξάσφαιρο πιστόλι. || (ως ουσ.) το εξάσφαιρο.

[λόγ. εξα- + σφαίρ(α) -ος]

εξασφαλίζω [eksasfalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.προφυλάγω κτ. από τον ενδεχόμενο κίνδυνο να χαθεί, να πάθει ζημιά κτλ.: Aγόρασε ένα οικόπεδο για να εξασφαλίσει τα λεφτά του. || (παθ.) εξασφαλίζω τον εαυτό μου, τον προφυλάγω από κπ. κίνδυνο: Nα εξασφαλιστείς πριν του δανείσεις χρήματα. Δώσε μου κτ. ως ενέχυρο, για να είμαι εξασφαλισμένος. 2α. αποκτώ ή πετυχαίνω κτ. με τρόπο ώστε να το έχω πάντοτε στη διάθεσή μου: Δουλεύει για να εξασφαλίσει το ψωμί του. || ~ τους απαραίτητους πόρους / τις αναγκαίες πιστώσεις, εξοικονομώ. || (ειδικότ.) καθιστώ βέβαιη τη μελλοντική (συνήθ. οικονομική) επάρκεια κάποιου: Aγωνίζεται να εξασφαλίσει τα παιδιά του. Εξασφαλίζομαι οικονομικά. Εξασφαλίστηκε με έναν πλούσιο γάμο. Είμαι οικονομικά εξασφαλισμένος. Έχει εξασφαλισμένο ένα σίγουρο εισόδημα. β. ενεργώ έτσι ώστε να επιτύχω ένα συγκεκριμένο επιθυμητό αποτέλεσμα, πραγματοποιώ κτ. κάνοντας τις κατάλληλες ενέργειες: ~ την ευτυχία / το διορισμό κάποιου. ~ την επιτυχία / τη συμμετοχή μου, κατορθώνω να πετύχω / να συμμετάσχω: H εθνική μας ομάδα έχει εξασφαλίσει τη συμμετοχή της στα τελικά της διοργάνωσης.

[λόγ. < ελνστ. ἐξασφαλίζω]

εξασφάλιση η [eksasfálisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξασφαλίζω. 1. προφύλαξη από ενδεχόμενο κίνδυνο να χαθεί κτ., να πάθει ζημιά κτλ.: Συνιστάται η ~ των χρημάτων με αγορά ακινήτων. 2α. απόκτηση ενός πράγματος, αγαθού κτλ. με τρόπο ώστε να βρίσκεται πάντοτε στη διάθεση κάποιου: ~ τροφής και στέγης. || εξοικονόμηση: H ~ των πόρων. β. πραγματοποίηση ενός επιθυμητού αποτελέσματος με τις απαραίτητες ενέργειες: Όλοι αγωνίζονται για την ~ μιας θέσης στο δημόσιο.

[λόγ. εξασφαλι- (εξασφαλίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες