Dictionary of Standard Modern Greek
| 466 items total [81 - 90] | << First < Previous Next > Last >> |
- ενδεκαπλάσιος -α -ο [enδekaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι έντεκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο. || (ως ουσ.) το ενδεκαπλάσιο.
ενδεκαπλάσια ΕΠIΡΡ. [λόγ. ενδεκα- + -πλάσιος]
- ενδεκασύλλαβος -η -ο [enδekasílavos] Ε5 : που αποτελείται από έντεκα συλλαβές: ~ στίχος. || (ως ουσ.) ο ενδεκασύλλαβος, ο στίχος που έχει έντεκα συλλαβές: Ποίημα γραμμένο σε ενδεκασύλλαβους.
[λόγ. < ελνστ. ἑνδεκασύλλαβος (για την αρχ. μετρ.)]
- ενδέκατος -η -ο [enδékatos] Ε5 αριθμτ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός έντεκα: Kάθισε στην άκρη της ενδέκατης σειράς. Mένω στον ενδέκατο όροφο. H ενδέκατη έκδοση. Tο ενδέκατο κεφάλαιο ενός βιβλίου. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά το δέκατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την ενδέκατη θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο ενδέκατος: α. ο ενδέκατος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στον ενδέκατο. β. ο μήνας Nοέμβριος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-11-1900, πρώτη ενδεκάτου. 2. η ενδεκάτη: α. η ενδέκατη μέρα: Tην ενδεκάτη του μηνός. β. (μαθημ.) η ενδέκατη δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην ενδεκάτη. 3. το ενδέκατο: α. το ένα από τα έντεκα ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) ενδέκατο του οικοπέδου. β. το ενδέκατο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο ενδέκατο.
[λόγ. < αρχ. ἑνδέκατος]
- ενδεκάχρονος -η -ο [enδekáxronos] & εντεκάχρονος -η -ο [endekáxro nos] Ε5 : 1.που έχει ηλικία έντεκα ετών: Εντεκάχρονος μαθητής. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας έντεκα ετών. 2. που διαρκεί έντεκα χρόνια: Γύρισε στην πατρίδα ύστερα από ενδεκάχρονη παραμονή στο εξωτερικό.
[λόγ. ενδεκα-, εντεκα- + -χρονος]
- ενδελέχεια η [enδeléxia] Ο27 : (λόγ.) α. συνεχής και με ζήλο, διαρκής και ακατάπαυστη φροντίδα, επιμέλεια. β. αντί του εντελέχεια.
[λόγ. < αρχ. ἐνδελέχεια]
- ενδελεχής -ής -ές [enδelexís] Ε10 : (λόγ.) που γίνεται με διαρκή και άοκνη φροντίδα, επιμέλεια: ~ μελέτη / έρευνα.
ενδελεχώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐνδελεχής, ἐνδελεχῶς]
- ενδέχεται [enδéxete] Ρ (απρόσ., μόνο στον ενεστ.) μπε. ενδεχόμενος* : είναι πιθανό, υπάρχει η πιθανότητα, μπορεί, δεν αποκλείεται: ~ να βρέξει. Δεν μπορώ να σας διαβεβαιώσω, ~ όμως να έχω επιστρέψει έγκαιρα. Δε θυμάμαι καλά, ~ όμως να το είπα. Θα έρθεις μαζί μας στον κινηματογράφο; -~.
[λόγ. < αρχ. ἐνδέχεται]
- ενδεχόμενος -η -ο [enδexómenos] Ε5 : 1.που ενδέχεται, που είναι πιθανό να συμβεί· πιθανός: Φοβούνται μια ενδεχόμενη ήττα. Ποια είναι τα ενδεχόμενα αποτελέσματα;, τα πιθανά. Είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε όχι μόνο τις ενδεχόμενες αλλά και τις απρόβλεπτες δυσκολίες. Ενδεχόμενη άρνησή σας θα προκαλέσει δυσαρέσκεια. 2. (ως ουσ.) το ενδεχόμενο, για ό,τι είναι ενδεχόμενο, πιθανό να συμβεί: Εξέτασαν με προσοχή όλα τα ενδεχόμενα, τις πιθανότητες. || (με γεν.): Φοβάμαι / αντιμετωπίζω το ενδεχόμενο (μιας / της) αποτυχίας, την πιθανότητα μιας αποτυχίας ή (την) αποτυχία που είναι πιθανή. || Είναι / υπάρχει ενδεχόμενο να, ενδέχεται να. (έκφρ.) για κάθε ενδεχόμενο / διά παν ενδεχόμενο, για κάθε πιθανή περίσταση· ΣYN ΦΡ καλού κακού.
ενδεχομένως* ΕΠIΡΡ. [λόγ. επίθ. < αρχ. ουδ. ἐνδεχόμενον]
- ενδεχομένως [enδexoménos] επίρρ. διστ. : (για δήλωση επιφύλαξης, δισταγμού) ίσως, πιθανώς, πιθανόν: Δεν ξέρω· ~ να λείπω, μπορεί, ενδέχεται, είναι ενδεχόμενο να λείπω. ~ να έσφαλα, αν και δε νομίζω. ~ να μη βρέξει, αλλά καλού κακού πάρε την ομπρέλα. ~ δε θα έρθει, αλλά ας περιμένουμε ακόμα λίγο. Θα παραστείς στην αυριανή συνεδρίαση; -~.
[λόγ. < ελνστ. ἐνδεχομένως]
- ενδημία η [enδimía] Ο25 : α.(ιατρ.) η συνεχής ή τακτική εμφάνιση λοιμώδους νόσου σε ορισμένο τόπο και σε περιορισμένο αριθμό ατόμων. β. (λόγ.) διαρκής διαμονή σε ορισμένο τόπο.
[λόγ.: β: ελνστ. ἐνδημία `κατοικία σε έναν τόπο΄· α: γαλλ. endém(ie) -ία (κατά το epidémie = επιδημία) με βάση την αρχ. φρ. ἔνδημον νόσημα `ενδημικό νόσημα΄]



