Dictionary of Standard Modern Greek
| 466 items total [361 - 370] | << First < Previous Next > Last >> |
- ενταύθα [endáfθa] επίρρ. τοπ. : (λόγ.) εδώ, σε αυτόν τον τόπο ή σε αυτό το μέρος, στο οποίο βρισκόμαστε (ή βρίσκεται ο ομιλητής)· ως ένδειξη σε επιστολές, έγγραφα κτλ., που αποστέλλονταν σε παραλήπτες που βρίσκονταν στην ίδια πόλη με τον αποστολέα.
[λόγ. < αρχ. ἐνταῦθα `εδώ, εκεί΄]
- ενταφιάζω [endafiázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) θάβω. α. τοποθετώ σώμα νεκρού σε τάφο: Είχε ζητήσει να τον ενταφιάσουν στο χώμα της πατρίδας του. β. (για πργ.) τοποθετώ κτ. μέσα σε λάκκο, όρυγμα κτλ. και το σκεπάζω με χώμα: Tα πυρηνικά απόβλητα ενταφιάζονται σε ειδικά επιλεγμένες περιοχές. γ. (μτφ.): Ενταφιάστηκαν οι ελπίδες μου / τα όνειρά μου, καταστράφηκαν, διαψεύστηκαν.
[λόγ.: α: ελνστ. ἐνταφιάζω `ετοιμάζω για ταφή΄· β, γ: σημδ. γερμ. begraben & αγγλ. bury]
- ενταφίαση η [endafíasi] Ο33 : ενταφιασμός.
[λόγ. < ελνστ. ἐνταφία(σις) -ση `ετοιμασία για ταφή΄]
- ενταφιασμός ο [endafiazmós] Ο17 : η ενέργεια του ενταφιάζω. α. (λόγ.) η τοποθέτηση νεκρού σε τάφο· ταφή: Tη στιγμή του ενταφιασμού του, ξέσπασαν σε λυγμούς. Tελετή ενταφιασμού, κηδεία. β. (για πργ.) τοποθέτηση πράγματος μέσα σε λάκκο, όρυγμα κτλ. και κάλυψή του με χώμα· ταφή: Ο ~ των σκουπιδιών / των πυρηνικών αποβλήτων. γ. (μτφ.): Ο ~ των ελπίδων, οριστική διάψευσή τους.
[λόγ.: α: ελνστ. ἐνταφιασμός `ετοιμασία για ταφή΄· β, γ: κατά τις σημ. της λ. ενταφιάζω]
- ενταφιαστής ο [endafiastís] Ο7 : αυτός που ενταφιάζει κτ., συνήθ. μτφ.: Ενταφιαστές των ονείρων μας.
[λόγ. < ελνστ. ἐνταφιαστής `νεκροθάφτης΄, κατά τη σημ. του ενταφιάζω]
- εντάφιος -α -ο [endáfios] Ε6 : που είναι τοποθετημένος ή που υπάρχει μέσα, πάνω ή γύρω από τάφο: Εντάφια δώρα / σκεύη· (πρβ. κτερίσματα). Εντάφιες καντήλες. Εντάφια σιωπή· (πρβ. νεκρικός). || που γίνεται πάνω από τάφο ή έχει σχέση με τον ενταφιασμό: Εντάφια θυσία. Εντάφια τελετή· (πρβ. επικήδειος).
[λόγ. < ελνστ. ἐντάφιος (αρχ. ἐντάφια τά `προσφορές στους νεκρούς΄)]
- εντείνω [endíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ενέτεινα, απαρέμφ. εντείνει, παθ. αόρ. εντάθηκα, απαρέμφ. ενταθεί : αυξάνω το βαθμό ενέργειας ή δύναμης, δυναμώνω την ένταση: ~ τις προσπάθειές μου. ~ την προσοχή μου. ~ τη φωνή μου. || (μτφ.): Εντάθηκαν οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, έφτασαν σε κρίσιμο σημείο, ώστε να απειλείται ρήξη ή σύγκρουση.
[λόγ. < αρχ. ἐντείνω]
- έντεκα [éndeka] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από έντεκα (11) μονάδες: ~ χιλιάδες / σελίδες. Tο βιβλίο χωρίζεται σε ~ κεφάλαια. || (αντί του τακτικού ενδέκατος): Γεννήθηκε στις ~ Οκτωβρίου. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα ~, στην ενδέκατη σελίδα. Στις ~ το πρωί. ΠAΡ Ο μήνας που τρέφει* τους ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. 2. (ως ουσ.) το έντεκα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει είκοσι δύο. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό έντεκα: Ο ασθενής / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο θάλαμο έντεκα. γ. το ~ (΄11), αντί 1911: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία έντεκα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.
[αρχ. ἕνδεκα (προφ. [nd] )]
- εντεκάδα η [endekáδa] & ενδεκάδα η [enδekáδa] Ο26 : σύνολο από έντεκα μονάδες. || (ειδικότ.) οι έντεκα παίχτες ποδοσφαιρικής ομάδας.
[λόγ. < αρχ. ἑνδεκάς, αιτ. -άδα & προσαρμ. στη δημοτ. κατά το ένδεκα > έντεκα]
- εντεκάρι το [endekári] Ο44 : σύνολο από έντεκα ομοειδείς μονάδες. 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, έντεκα. 2. (ως επίθ.) για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα εντεκάρια. 3. η επιτυχία έντεκα προβλέψεων στο προπό: Έπιασε ~.
εντεκαράκι το YΠΟKΟΡ. [έντεκ(α) -άρι]



