Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Εν
466 items total [91 - 100]
ενδημικός -ή -ό [enδimikós] Ε1 : α.(ιατρ.) για λοιμώδη νόσο που εμφανίζεται σε ορισμένο τόπο τακτικά ή συνεχώς και προσβάλλει περιορισμένο αριθμό ατόμων: Ενδημικό νόσημα. Ενδημική μορφή νόσου. H νόσος εμφανίζεται ως ενδημική στις χώρες της Aσίας, προσβάλλει όμως και άλλες χώρες με τη μορφή επιδημίας. || (μτφ.): Ενδημικά κοινωνικά φαινόμενα. β. (βοτ., ζωολ.) που αναπτύσσεται σε μια ορισμένη περιοχή, που έχει περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση: Ενδημικά φυτά / είδη.

[λόγ. < γαλλ. endémique < endém(ie) = ενδημ(ία) -ique = -ικός]

ενδημικότητα η [enδimikótita] Ο28 : (ιατρ.) η ιδιότητα του ενδημικού· η συνεχής ή τακτική εμφάνιση νόσου σε ορισμένο τόπο. || (μτφ.): H ~ του φαινομένου της κρίσης της εξουσίας στη χώρα μας.

[λόγ. ενδημικ(ός) -ότης > -ότητα]

ενδημοεπιδημία η [enδimoepiδimía] Ο25 : (ιατρ.) η επέκταση ενδημικής νόσου σε μεγαλύτερο πληθυσμό και η εξέλιξή της σε επιδημία.

[λόγ. ενδημ(ικός) -ο- + επιδημία]

ενδημώ [enδimó] Ρ10.9α : α. (ιατρ.) για λοιμώδη νόσο που εμφανίζεται ως ενδημική σε ορισμένο τόπο: H νόσος ενδημεί στις χώρες της Aφρικής. β. (λόγ.) μένω διαρκώς σε ορισμένο τόπο.

[λόγ.: β: αρχ. ἐνδημῶ· α: κατά τη σημ. του ενδημικός]

ενδημών -ούσα -ούν [enδimón] Ε12β : (λόγ.) που ενδημεί. || (εκκλ.) ενδημούσα σύνοδος, σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην οποία συμμετείχαν και αρχιερείς άλλων μητροπόλεων που συνέβαινε να βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη.

[λόγ. < ελνστ. ἐνδημῶν μεε. του αρχ. ρ. ἐνδημῶ (η εκκλ. σημ. μσν.)]

ενδιάθετος -η -ο [enδiáθetos] Ε5 : (φιλοσ.) που βρίσκεται ή γίνεται στην ψυχή, στη νόηση: ~ λόγος: α. ο λόγος ως ιδιότητα του ανθρώπου να διανοείται, να σκέφτεται. β. ο λόγος ως εσωτερικό σύστημα με τη μορφή της σκέψης και σε αντιδιαστολή προς το φωνούμενο λόγο, την ομιλία.

[λόγ. < ελνστ. ἐνδιάθετος]

ενδιαίτημα το [enδiétima] Ο49 : (λόγ.) ο χώρος (οίκημα κτλ.) όπου ζει, διαμένει κάποιος· (πρβ. κατοικία).

[λόγ. < ελνστ. ἐνδιαίτημα]

ενδιάμεσος -η -ο [enδiámesos] Ε5 : 1.για χώρο ή χρόνο που βρίσκεται μεταξύ δύο άλλων, από τους οποίους και ορίζεται· που μεσολαβεί: ~ χώρος. Ενδιάμεσο κενό· (πρβ. διάκενο). Ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. || ~ τοίχος, που χωρίζει δύο χώρους· (πρβ. μεσότοιχος). 2. που βρίσκεται ή γίνεται σε οποιαδήποτε θέση μεταξύ δύο άκρων (μιας αρχής και ενός τέλους): Ενδιάμεσοι σταθμοί, οι μεταξύ αφετηρίας και τέρματος. Ενδιάμεσοι όροφοι (ενός κτίσματος), οι μεταξύ πρώτου και τελευταίου. 3. (ως ουσ.) α. (προφ.) ο ενδιάμεσος, για πρόσωπο που μεσολαβεί, που έχει μεσολαβητικό ρόλο· (πρβ. μεσολαβητής, μεσάζων). β. το ενδιάμεσο, για κτ. που μεσολαβεί. (επιρρ. έκφρ.) στο ενδιάμεσο, στον ενδιάμεσο χώρο ή χρόνο· ενδιάμεσα. ενδιάμεσα & (λόγ.) ενδιαμέσως ΕΠIΡΡ σε ενδιάμεσο χώρο ή χρόνο: Εκτός από την επίσκεψή του στο Bέλγιο και την Iταλία, ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί ~ και τη Γαλλία.

[λόγ. εν- διάμεσος μτφρδ. γαλλ. intermédiaire· λόγ. ενδιάμεσ(ος) -ως]

ενδιατρίβω [enδiatrívo] Ρ αόρ. ενδιέτριψα, απαρέμφ. ενδιατρίψει : (λόγ.) α. παραμένω συνεχώς σε ορισμένο τόπο. β. ασχολούμαι συνεχώς και για πολύ χρόνο και επίμονα με κτ., αφιερώνω πολύ χρόνο στην εξέταση πράγματος· καταγίνομαι.

[λόγ. < αρχ. ἐνδιατρίβω]

ενδιαφέρον το [enδiaféron] Ο53 : 1.η ενασχόληση κάποιου με κτ. (ή με κπ.) στο οποίο αυτός αποδίδει ιδιαίτερη σημασία ή αξία: Δείχνει μεγάλο / ιδιαίτερο ~ για την υπόθεση. Έμπρακτο ~. Tο ~ σας (για την υγεία μου) με συγκινεί. Παρακολουθούν με ~ και αγωνία τις εξελίξεις. Aν δεν υπάρχει κέρδος, δεν υπάρχει και ~. 2α. η ιδιότητα πράγματος, γεγονότος, κατάστασης κτλ. να συγκεντρώνει την προσοχή κάποιου: Tο ζήτημα έχει ιδιαίτερο ~ για μας. H ιστορία αυτή δεν έχει κανένα ~. β. (πληθ.) το αντικείμενο του ενδιαφέροντος, οι ενασχολήσεις στις οποίες αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία: Kαλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Tα ενδιαφέροντά του δεν περιορίζονται μόνο στον κινηματογράφο. 3. ερωτική συμπάθεια: Tης έδειξε ιδιαίτερο ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. της μεε. ενδιαφέρων σημδ. γαλλ. interêt]

< Previous   1... 8 9 [10] 11 12 ...47   Next >
Go to page:Go