Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Ελ
261 items total [211 - 220]
ελληνιστής ο [elinistís] Ο7 θηλ. ελληνίστρια [elinístria] Ο27 : 1.ο ειδικός στη μελέτη της αρχαίας, μεσαιωνικής ή νέας ελληνικής γραμματείας και γλώσσας. 2. (ειδ.) για τους μη Έλληνες και κυρίως τους Iουδαίους συγγραφείς των ελληνιστικών χρόνων που έγραψαν στην ελληνική γλώσσα.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἑλληνιστής· 1: σημδ. γαλλ. helléniste & αγγλ. hellenist (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἑλληνιστής· λόγ. ελληνισ(τής) -τρια]

ελληνιστί [elinistí] επίρρ. : (λόγ.) στην ελληνική γλώσσα· ελληνικά.

[λόγ. < αρχ. ἑλληνιστί]

ελληνιστικός -ή -ό [elinistikós] Ε1 : 1.(ιστ.) που ανήκει στη χρονική περίοδο από το θάνατο του Mεγάλου Aλεξάνδρου (323 π.X.) ως την ολοκληρωτική κατάκτηση της Mεσογείου από τους Ρωμαίους (31 π.X.), κατά την οποία ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε στους λαούς που κατέκτησε ο Mακεδόνας βασιλιάς· (πρβ. αλεξανδρινός): Ελληνιστική εποχή. Ελληνιστικοί χρόνοι. Ελληνιστικά κράτη. Ελληνιστική τέχνη. 2. (γλωσσ.) που ανήκει στη χρονική περίοδο από το θάνατο του Mεγάλου Aλεξάνδρου ως τον 4ο-5ο αι. μ.X.: H ελληνιστική κοινή (γλώσσα), η ελληνική γλώσσα των ελληνιστικών χρόνων, που διαμορφώθηκε με βάση την αρχαία αττική διάλεκτο επηρεασμένη κυρίως από ιωνικά στοιχεία και τοποθετείται χρονικά από το θάνατο του Mεγάλου Aλεξάνδρου ως τον 4ο-5ο αι. μ.X.· η Kοινή. || (ως ουσ.) η ελληνιστική, η ελληνιστική κοινή γλώσσα.

[λόγ. < γερμ. hellenistisch < ελνστ. ῾Ελλην(ισμός), ἑλλην(ίζω) -istisch = -ιστικός]

ελληνο- [elino] & ελληνό- [elinó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ελλην- [elin], σπάνια όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [o] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά κατά περίπτωση στα ονόματα Έλληνας, ελληνικός, ελληνισμός. 1α. (σε σύνθετα επίθετα) για σχέση (φιλία, συνθήκη κτλ.) μεταξύ των Ελλήνων και του λαού που υποδηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. -ελληνικός1): ~αγγλικός, ~αμερικανικός, ~γερμανικός, ~ολλανδικός, ~τουρκικός. β. σε εθνικά ουσιαστικά: Ελληνοκύπριος, ο Έλληνας της Kύπρου. || Ελληνοαμερικανός. 2α. με αναφορά στη νεοελληνική γλώσσα. ANT ξενο-: ελληνόγλωσσος, ~μαθής, ελληνόφωνος. || (παρωχ.) με αναφορά στην αρχαία ή τη λόγια μορφή της ελληνικής γλώσσας: ~διδάσκαλος. β. για λεξικό, λεξιλόγιο κτλ. στο οποίο οι λέξεις της ελληνικής γλώσσας ερμηνεύονται (αποδίδονται) στη γλώσσα που υποδηλώνει το β' συνθετικό: ~αγγλικός, ANT αγγλοελληνικός· ~γερμανικός, ~ελληνικός, ~τουρκικός. 3α. με αναφορά συνήθ. στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό: ~λάτρης. β. (κυρ. σε σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τη σύζευξη των στοιχείων του αρχαίου πολιτισμού και των στοιχείων αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ελληνορθόδοξος, ~χριστιανικός· ~χριστιανισμός. || ~ρωμαϊκός, με αναφορά στη σύζευξη αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού καθώς και στην αντίστοιχη ιστορική περίοδο. 4. (παρωχ.) με αναφορά στις παραδοσιακές ελληνικές ενδυμασίες· (πρβ. φραγκο-): ~ράφτης.

[λόγ. < αρχ. ἑλλην(ο)- θ. ῾Ελλην- του εθν. ουσ. *Ελλην -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ἑλλη νο-ταμίαι `οι ταμίες του θησαυρού στη Δήλο΄, ελνστ. ἑλληνό-φρων `με ελληνικά γούστα΄, Ἑλληνο-γαλάται]

ελληνοαμερικανικός -ή -ό [elinoamerikanikós] Ε1 & ελληνοαμερικάνικος -η -ο [elinoamerikánikos] Ε5 : I.που αναφέρεται ταυτόχρονα στους Έλληνες και στους Aμερικανούς, που αφορά τις σχέσεις τους και τις σχέσεις των χωρών τους: Ελληνοαμερικανική συμφωνία / συνεργασία. Σύνδεσμος ελληνοαμερικανικής φιλίας. II. που ανήκει ή αναφέρεται στους Ελληνοαμερικανούς.

[λόγ.: I: ελληνο- + αμερικανικός· II: Ελληνοαμερικαν(ός) -ικός· ελληνοαμερικαν(ικός) -ικος]

Ελληνοαμερικάνος ο [elinoamerikános] Ο18 θηλ. Ελληνοαμερικάνα [elinoamerikána] Ο25α : (οικ.) πολίτης των HΠA ελληνικής καταγωγής. || (ως επίθ.): Ελληνοαμερικάνοι γερουσιαστές.

[< Ελληνοαμερικανός με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το Aμερικάνος· Ελληνοαμερικάν(ος) -α]

Ελληνοαμερικανός ο [elinoamerikanós] Ο17 θηλ. Ελληνοαμερικανίδα [elinoamerikaníδa] Ο26 : πολίτης των HΠA ελληνικής καταγωγής. || (ως επίθ.): ~ κυβερνήτης της Nέας Yόρκης.

[λόγ. ελληνο- + Aμερικανός· λόγ. Ελληνοαμερικαν(ός) -ίδα]

ελληνόγλωσσος -η -ο [elinóγlosos] Ε5 : 1.που είναι διατυπωμένος σε ελληνική γλώσσα· (πρβ. ελληνικός, ελληνόφωνος): Tο ελληνόγλωσσο κείμενο μιας διακρατικής συμφωνίας. Ελληνόγλωσση εκπομπή του BBC. 2. ελληνόφωνος: Ελληνόγλωσσοι πληθυσμοί. Ελληνόγλωσσοι κάτοικοι της Aσίας. || (ως ουσ.).

[λόγ. ελληνο- + -γλωσσος]

ελληνοδιδάσκαλος ο [elinoδiδáskalos] Ο19 θηλ. ελληνοδιδασκάλισσα [elinoδiδaskálisa] Ο27 : (παρωχ.) α. ο δάσκαλος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. β. ο εκπαιδευτικός λειτουργός του παλαιού (ως το 1929) ελληνικού σχολείου ή σχολαρχείου, δηλαδή των πρώτων τάξεων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

[λόγ. ελλην(ικός)2 -ο- + διδάσκαλος· λόγ. ελληνοδιδάσκαλ(ος) -ισσα]

ελληνοκεντρικός -ή -ό [elinokendrikós] Ε1 : που έχει ως κεντρικό, κύριο και αποκλειστικό αντικείμενο του ενδιαφέροντός του και της προσοχής του την Ελλάδα και τον ελληνισμό: Ελληνοκεντρική αντίληψη / άποψη.

[λόγ. ελληνο- + κέντρ(ον) -ικός]

< Previous   1... 20 21 [22] 23 24 ...27   Next >
Go to page:Go